Στην «Ευτοπία» του Γιώργου Τσάτσου
Εικαστικά

Στην «Ευτοπία» του Γιώργου Τσάτσου

Ο Γιώργος Τσάτσος απασχολούσε για χρόνια τις οικονομικές στήλες. Γόνος παλιάς αθηναϊκής οικογένειας με σπουδές στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, ο βιομήχανος κράτησε στη μακρά θητεία του το τιμόνι της τσιμεντοβιομηχανίας «ΑΓΕΤ - Ηρακλής». Από τους χρόνους εκείνους, ξεκίνησε μια ιδιότυπη, εντελώς προσωπική «παραγωγή»: τη ζωγραφική. Σήμερα, μοιράζεται με το κοινό την τελευταία σοδειά έργων του στην αίθουσα «Contemporary Athens» (Λεβέντη 1, Κολωνάκι). 

Θα ήθελα να βλέπω τον Γιώργο Τσάτσο σαν τον Κερτ Βόνεγκατ. Όπως ο Αμερικανός συγγραφέας χρησιμοποιούσε το φανταστικό alter ego του, τον Κίλγκορ Τράουτ, για να μεταφερθεί με άνεση στο χωροχρονικό συνεχές, έτσι και ο ζωγράφος κατά τη διάρκεια μαζώξεων, συμβουλίων και διαπραγματεύσεων, «αναχωρούσε» μέσα από τα πολύχρωμα σχέδιά του, τα doodles όπως ευφάνταστα αποκαλεί, για να βρεθεί σε έναν άλλο κόσμο.

Δεν ξέρω αν η τέχνη τον μύησε σε αυτήν την ιδιότυπη μοναξιά ή ίσως η μοναξιά του τον οδήγησε στην τέχνη. Το βασικό στοιχείο αυτής της σχέσης είναι ένα: δεν ήταν ποτέ «απέξω» από τον κόσμο της τέχνης, δεν τον έβλεπε από το τζάμι σε βιτρίνα. Το αντίθετο, πάντα κάπου ήταν μέσα, πάντα κάτι έπλαθε με τη φαντασία του και το μετέφερε στο χαρτί, στους καταλόγους των εστιατορίων ή πιο συστηματικά στο τελάρο οπότε απολαμβάνει τη μοναξιά του εργαστηρίου.

Δεν ήταν γνώσεις αυτά που μάζευε. Ήταν ονειροπολήσεις, ήταν, καλύτερα, η απόδραση του εαυτού μέσα σε αυτό που ένιωθε ως πραγματικό. Και ο Τσάτσος, χτίζοντας την «ευτοπία» του περισσότερο από μισό αιώνα, σε πείθει ότι έζησε πολύ και σε βάθος, πράγματα πολλά και σπάνια.

Γιώργος Τσάτσος, «Ανοιξιάτικα σχήματα, καλοκαιρινές χορεύτριες»

Αν και μεγάλωσε σε έναν κόσμο χωρίς χρώμα –γόνος μιας δυναστείας της εγχώριας τσιμεντοβιομηχανίας που υπηρέτησε κι ο ίδιος με επιτυχία δίνοντάς της φτερά στο εξωτερικό– ο κόσμος που μοιράζεται μέσα από τις εικόνες της ευτοπίας δεν είναι άχρωμος.

Οι μορφές του σε κίνηση δεν φορούν άσπρα πουκάμισα, γκρι ή μαύρα κοστούμια. Οι ζωόμορφες συνθέσεις, τα ανθρωπόμορφα σύννεφα, οι σούπερ ήρωες ή οι μετωπικές γυναικείες φιγούρες που παραπέμπουν σε καρυάτιδες, προβάλλουν σαν γρανάζια ενός κόσμου παράλογου, αλλά παράδοξα οικείου. Μια ευφάνταστη γραφή σε ένα απίθανο πλαίσιο ανεξάντλητων γεγονότων που αρμοδένει το χρώμα. 

Με τη ζωγραφική, ήλθε σε επαφή όχι ακολουθώντας κάποια σχολή, αλλά βλέποντας. Νέος στα χρόνια πήρε μαθήματα σχεδίου από τον Γιώργο Μανουσάκη. Πιο επιδραστική, όμως, φαίνεται η σχέση που είχε με τον θείο του Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα απ’ τον οποίο γνώρισε από πρώτο χέρι τη ρυθμική αρχιτεκτονική οργάνωση της σύνθεσης, την έντονα χρωματική διαφοροποίηση, τη μεθοδικότητα στην παρουσίαση γεωμετρικών σχημάτων.

Κρατώντας από το κίνημα του αναλυτικού κυβισμού το παιχνίδι της ισορροπίας των σχημάτων και χρωματικών αξιών, προχώρησε πολύ γρήγορα στους προσωπικούς του γραφισμούς. Και το ότι δεν πήγε σε σχολή δεν δείχνει βεβαίως ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να έχεις στ' αλήθεια επαφή με την τέχνη. Φανερώνει όμως ότι η τέχνη δεν γίνεται έρωτας, αν δεν χτίσεις σχέση έρωτα. Με έρωτα και σισύφεια επιμονή ο μηχανικός Γιώργος Τσάτσος φτιάχνει και ξαναφτιάχνει την εύτακτη, καλά αρμολογημένη κοινωνία του. 

Γιώργος Τσάτσος, «Μια μέρα στην Ευτοπία»

Τα έργα του Τσάτσου μοιάζουν εν μέρει σε παιχνίδι που παραπέμπει σε τάνγκραμ, εν μέρει διαλογισμός, εν μέρει σάτιρα. Υπάρχει μέσα του ένας ωκεανός από έργα που θαύμασε, έργα που του άρεσαν και τον εντυπωσίασαν κάποτε, έργα δημιουργών όπως ο Leger, ο Dubuffet κι ο Kandinsky.

Ο ίδιος μου φαίνεται σαν παιδί που ανακάλυψε ένα παρατημένο κουτί με κραγιόνια, και βάφει ότι βρει μπρος του. Ένα παιδί που δεν θέλει να κάνει πιο όμορφο τον κόσμο του, αλλά που νιώθει ευχαριστημένο να τον αλλάξει. Σαν άλλος γεωμέτρης, αντιτάσσει μια καινούργια ερμηνεία, μια νέα συνθήκη θέασης που ανοίγει την πόρτα σε άλλο χώρο, σε μια κρυφή διάσταση, μιαν απρόβλεπτη όψη. Ο Τσάτσος δεν υπήρξε περαστικός της ευτοπίας, αλλ’ αφέθηκε να γίνει σπέρμα της∙ ένα δημιούργημα της τέχνης.

Στον Γιώργο Τσάτσο οφείλουμε και μια κληρονομιά που, δυστυχώς, δεν βρήκε τη συνέχειά της στο σήμερα. Στη βιομηχανική του περίοδο, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον πατέρα του Αλέξανδρο Τσάτσο, παρήγγειλε σε Έλληνες ζωγράφους να φτιάξουν το ημερολόγιο της χρονιάς, με ελεύθερο θέμα και έκφραση. Μόραλης, Τσαρούχης, Τέτσης και οι νεότεροι Σόρογκας, Λεβίδης, Μποκόρος είναι μεταξύ των 60 δημιουργών που έχουν υπογράψει τα περίφημα ημερολόγια, τα οποία με τη σειρά τους, έγιναν σπόρος στο πλατύ κοινό να γνωρίσει καλύτερα τους καλλιτέχνες και να παρακολουθεί την εξέλιξή τους.

Το ημερολόγιο που είναι σήμερα συλλεκτικό, έβγαινε σε 14.000 αντίτυπα και σε 2.000 στο εξωτερικό, αποτελούσε δε, ένεση τέχνης και πολιτισμού, δένοντας την εγχώρια εικαστική σκηνή με την ανάπτυξη της βιομηχανίας στα μεταπολεμικά και μεταπολιτευτικά χρόνια. Αυτό το μοναδικό αρχείο με τα έργα απόκειται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη. Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στους μισερούς καιρούς μας. 

Η έκθεση του Γιώργου Τσάτσου με τίτλο «Περαστικός στην Ευτοπία» εγκαινιάζεται την Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου στις 19.00. Contemporary Athens: Λεβέντη 1 Κολωνάκι, contemporaryathens.com 

Κεντρική φωτογραφία: Λεπτομέρεια του έργου «Μια μέρα στην Ευτοπία» του Γιώργου Τσάτσου