Μάρθα Καραγιάννη

Σίγησε η κινηματογραφική «φωνή» του '60

Θυμόμαστε τη Μάρθα Καραγιάννη (γενν. 1939, Αθήνα) ως την ηθοποιό του κινηματογράφου και του θεάτρου που πρόσφερε χαρά και γέλιο με τη χαρακτηριστική της παρουσία στις παραγωγές που συμμετείχε: τη μορφή εκείνη με το μαύρο κοντό καρέ μαλλί με τις αφέλειες, ενίοτε με δύο κοτσιδάκια στα μαλλιά, που έγινε αγαπητή στο κοινό με τους κωμικούς και δραματικούς ρόλους τους οποίους υποδύθηκε χωρίς να διστάσει να τσαλακώσει την εικόνα της επιθυμητής γυναίκας.

Γνώριμη για τη χαρακτηριστική της χροιά στη φωνή, την ευθύτητα και τον αυθορμητισμό τα οποία συνοδευόντουσαν από αντίστοιχες κινήσεις των χεριών της. Συχνά χόρευε και τραγουδούσε, καθότι συμμετείχε στο ξεχωριστό είδος του ελληνικού μιούζικαλ που δημιούργησε ο Γιάννης Δαλιανίδης, ενώ η κάμερα εστίαζε σε κοντινά πλάνα του προσώπου της ώστε να αποδοθούν στο μέγιστο οι εκφράσεις της.

Στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου έχει σημειωθεί ως εκείνη η οποία έχτισε τον δικό της κινηματογραφικό μύθο τη χρυσή δεκαετία του ΄60, περίοδος που χαρακτηριζόταν από τη συστηματική παραγωγή και διανομή σε βιομηχανική κλίμακα. Στις ταινίες της περιόδου εκείνης –κάποιες ενδεδυμένες με τη μουσική του Μίμη Πλέσσα– κρατιούνται αναλλοίωτες η ζωντάνια και η λάμψη της, τις οποίες έχανε σταδιακά τα τελευταία χρόνια, ώσπου άφησε χθες, Κυριακή, την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 83 ετών.

Στις ταινίες που συμμετείχε, έμφαση δινόταν στις σκηνές στις οποίες χόρευε· «ο χορός ήταν πάντα μέσα μου, στο αίμα μου! Το μουσικό θέατρο με τράβηξε σαν μαγνήτης» είχε σημειώσει (1986) σε συνέντευξή της, καθότι, ήδη από τα 8 της χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στην Εθνική Λυρική Σκηνή συμμετέχοντας στο παιδικό μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαροπούλου. Το ταλέντο της αποδείχθηκε πηγαίο· στα 17 της, μαθήτρια ακόμη, απέκτησε άδεια ηθοποιού ως «εξαιρετικό ταλέντο» μετά το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο, στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Η άγνωστος» (1956) του Ορέστη Λάσκου.

Και έπειτα οι πόρτες άνοιξαν. Την υποδέχθηκαν στην επιθεώρηση «Ελέφαντες και ψύλλοι» (1957) και στα κινηματογραφικά μιούζικαλ και κωμωδίες που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης: «Ζητείται ψεύτης» (1961), «Κάτι και να καίει» (1964), «Κορίτσια για φίλημα» (1965), «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1967), «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (1967), «Μαριχουάνα Στοπ» (1971), μεταξύ άλλων. Και παρότι η ίδια είχε μέσα της το χορό, υπήρχαν απαιτήσεις: «μόλις κάναμε χορευτικό, εκεί ήταν οι γκρίνιες, γιατί με πίεζε (σ.σ ο Γιάννης Δαλιανίδης). Επειδή ήξερε ότι έχω δυνατότητες με πίεζε να κάνω πράγματα που θέλανε κούραση», είχε πει.

Το ταλέντο της σε μεγάλο εύρος ρόλων ξεδιπλώθηκε και στο θέατρο, σε παραστάσεις όπως η «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη και του Μιχάλη Κακογιάννη και το «Καμπαρέ» του Αλέξη Σολομού. Κυρίως εμφανίσθηκε σε επιθεωρήσεις δίπλα στους Νίκο Σταυρίδη, Κώστα Χατζηχρήστο, Γιώργο Κωνσταντίνου, Μαρίκα Νέζερ, Γιάννη Γκιωνάκη, Ρένα Βλαχοπούλου, Ορέστη Μακρή, Κατερίνα Γιουλάκη, Ελένη Προκοπίου, μεταξύ άλλων.

Αν μη τι άλλο, μια πορεία με επιτυχίες και αποδοχή από το κοινό, και συμβολή του περιβάλλοντός της. «Και στα πράγματα που έκανα επιτυχία, είναι γιατί κάποιοι άλλοι με σπρώξανε και βρέθηκα μπροστά. Μόνη μου δεν θα τολμούσα. Θέλω πάντα να έχω συμμαχία», είχε τονίσει.