«Το μυστικό της επιτυχίας μου ήταν ότι έδινα την ψυχή μου στο τραγούδι. Όπου πήγα, άφησα τη σφραγίδα μου: την ερμηνεία» είχε τονίσει σε παλαιότερη συνέντευξή του, ως απολογισμό της πορείας του στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, ο Σταμάτης Κόκοτας (γενν. 1937), ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 1ης Οκτωβρίου, σε ηλικία 85 ετών. Και αν η φωνή του σίγησε, θυμόμαστε το χαρακτηριστικό της ηχόχρωμα κάθε που ερμήνευε μεγάλες επιτυχίες της καριέρας του, όπως «Στου Όθωνα τα χρόνια» και «Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετήσω» σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου, «Όνειρο απατηλό» του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, «Γιε μου» των Απόστολου Καλδάρα και Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Θυμόμαστε επίσης, το πλατύ του χαμόγελο και τις χαρακτηριστικές, μακριές του φαβορίτες, για τις οποίες γνωστή εταιρεία ξυριστικών του είχε κάνει πρόταση να τις ξυρίσει έναντι 50 εκατ., ώστε να λανσάρει τα ξυραφάκια, αλλά ο Κόκοτας έμεινε ανένδοτος.
Ενέδωσε στο τραγούδι. Το «άστρο» του ξεκίνησε να λάμπει στη δεκαετία του ’60, οπότε και ο Σταύρος Ξαρχάκος τον ανακάλυψε στο Παρίσι, όπου ο Κόκοτας είχε πάει για να σπουδάσει αλλά αφοσιώθηκε στο τραγούδι αφότου κέρδισε το πρώτο βραβείο σε έναν διαγωνισμό ταλέντων. Στο Παρίσι, ο Κόκοτας είχε τραγουδήσει «όλων των ειδών τραγούδια: γαλλικά, ισπανικά, ελληνικά» όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, και είχε συνεργαστεί επί σκηνής με την Έντιθ Πιάφ, είχε γνωρίσει τη Γαλλίδα τραγουδίστρια και ηθοποιό Μπριτζίτ Μπαρντό και τη Γερμανίδα ηθοποιό Ρόμι Σνάιντερ.
Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα με παρότρυνση του Ξαρχάκου, συνεργάστηκε και ερμήνευσε όλους τους μεγάλους Έλληνες δημιουργούς, με αποτέλεσμα η δισκογραφία του να αποτελεί μία τρόπον τινά ανθολογία της ελληνικής μουσικής του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, η δισκογραφία του περιλαμβάνει τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιώργου Ζαμπέτα, Γιάννη Σπανού, Απόστολου Καλδάρα, Γιώργου Χατζηνάσιου, Δήμου Μούτση, Αντώνη Κατινάρη, Νίκου Γκάτσου, Χάρη Λυμπερόπουλου, Βαγγέλη Πιτσιλαδή, Λυκούργου Μαρκέα, Ανδρέα Καραγιαννόπουλου και φυσικά του Σταύρου Ξαρχάκου, ανάμεσα σε άλλους. Λόγω της συνεργασίας του με σχεδόν όλους τους σημαντικούς δημιουργούς της εποχής του, ο Κόκοτας θεωρείται μοναδικό φαινόμενο στην ελληνική μουσική.
Μοναδικός ως τραγουδιστής, είχε στην κατοχή του μια εξίσου μοναδική συλλογή από ακριβά αυτοκίνητα, καθότι λάτρης του μηχανοκίνητου αυτοκινήτου. Ξεχώριζε μια Rolls-Royce την οποία την είχε δώσει, ξεχώριζε και μια Lamborghini – η Lamborghini φέρεται να ήταν δώρο του Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος ήταν φανατικός θαυμαστής του Κόκοτα και του ζητούσε να τραγουδάει ακόμη και για τους διάσημους καλεσμένους του.
Τραγουδώντας είτε στον Ωνάση και τους καλεσμένους του, είτε στις μουσικές σκηνές του Παρισιού και της νυχτερινής Αθήνας, απέδειξε ότι η καλή μουσική είναι μία. Με την καλλιτεχνική του πορεία κέρδισε την αγάπη του κοινού και, όπως ο ίδιος είχε ισχυριστεί, υπήρχαν στιγμές που ξεπέρασε ακόμη και το θάνατο: «Τον θάνατο δεν τον φοβάμαι. Καθόλου. Η πορεία μου, άλλωστε, αυτό δείχνει. Πολλές φορές τον ξεπέρασα και πλέον δεν με φοβίζει – έχω ‘‘πληρωθεί‘’ στη ζωή μου απ' όλας και καθ' όλας τας απόψεις».