Το «ταξίδι» της εικόνας της Κοίμησης της Θεοτόκου που φιλοτέχνησε ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και βρίσκεται στην Παναγία των Ψαριανών, στη Σύρο, ξετυλίγει η ποιητική συλλογή της Λιάνας Σακελλίου υπό τον τίτλο «Sequentiae», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Gutenberg». Με αυτή τη συλλογή, η καθηγήτρια της αμερικανικής λογοτεχνίας και συγγραφικής στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό την ποιητική της ματιά εμπλουτισμένη με γεγονότα.
Ο πληθυντικός αριθμός στον οποίο έχει δοθεί ο τίτλος της συλλογής («Sequentiae» / Ακολουθίες) μας προϊδεάζει για μία σειρά κεφαλαίων στα οποία ξεδιπλώνεται το ποιητικό αφήγημα –πρόκειται για πέντε ενότητες που αναφέρονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, κάθε μία από τις ενότητες έχει ένα κεντρικό πρόσωπο. Η πρώτη καλύπτει το διάστημα Οκτώβριος-Δεκέμβριος του 1566, κατά το οποίο ο Θεοτοκόπουλος φιλοτέχνησε την εικόνα και την έδωσε σε έναν Ψαριανό μεγαλέμπορα ο οποίος «έφυγε ευχαριστημένος». Και ο Θεοτοκόπουλος έφυγε «ήσυχος. / Τόδε εστί συναλλαγή» (σελ. 17).
Το επόμενο χρονολογικό «επεισόδιο» εκτυλίσσεται το 1824 και αναφέρεται στην Καταστροφή των Ψαρών. Η εικόνα «διαφεύγει» στην αγκαλιά «της κόρης του προύχοντα» (σελ. 21), η οποία τη μεταφέρει από τη Χίο στη Σύρο. Το 1983, ο συντηρητής Σταύρος Μπαλτογιάννης συνδιαλέγεται με την εικόνα προσπαθώντας να βρει το δημιουργό της (3η ενότητα), και το 2017 ο βυζαντινολόγος Γεώργιος Μαστορόπουλος εξιστορεί πώς αποκαλύφθηκε η εικόνα (4η ενότητα), η οποία, το 2014 μεταφέρεται στο Τολέδο μέσω αεροπορικής πτήσης, για να παρουσιαστεί στο πλαίσιο περιοδικής έκθεσης για τα 400 χρόνια από την αποδημία του Θεοτοκόπουλου (5η ενότητα).
Η μεταφορά της εικόνας μέσω πτήσης παραλληλίζεται από τη Σακελλίου ως μία τρόπον τινά ανάληψη της εικονιζομένης. Στη δεύτερη ενότητα, η δημιουργός επιλέγει μία κόρη να μεταφέρει την εικόνα και να τη διασώσει από την Καταστροφή, συμβολίζοντας τη συνέχεια ενώ δημιουργείται και ένας τρόπον τινά διάλογος ανάμεσα στην κόρη και την εικόνα: «Είμαι εγώ; Ποια εγώ; Εγώ της εικόνας;» (σελ. 23).
H αναζήτηση της ταυτότητας τίθεται και στην αρχή της ποιητικής συλλογής –μία αναζήτηση «συνδεμένη» με την καλλιτεχνική δημιουργία. Περιλαμβάνεται στην πρώτη ενότητα, κατά την οποία η Σακελλίου περιγράφει λεπτομερώς τη δημιουργία της εικόνας, δίνοντας έμφαση στην κίνηση του χεριού, στις πινελιές και τα χρώματα. Μεταξύ άλλων, διαβάζουμε: «Δουλεύω/ ως αργά τελευταία./ Οι αστέρες γυρίζουν και κάτι/ μυστικό φωτίζουν στο εργαστήριο./ Στην εκτέλεσή σου/ το πινέλο ξέμενε απανωτά/ και να πώς πέφτει το βυσσινί/ βελούδο και στις σκούρες πτυχώσεις/ παρμενίδειες απειρόγαμες πτυχές./ Σταματώ/ λιγάκι παραπάνω/ να μείνω μαζί σου, το/ μέσα φως να γίνει έξω./ Η θάλασσα φουσκώνει, σε θύελλα/ κι εσύ, δεν μου πεθαίνεις εν ειρήνη. Ακόμη λίγο/ μου αντέχεις; Φασκιώνω –το γελάς;– την ανάληψή σου» (σελ. 11).
Το ρήμα («φασκιώνω») του τελευταίου αυτού στίχου μας παραπέμπει σε μία επίσης λεπτομέρεια του πίνακα του Θεοτοκόπουλου, στην απεικόνιση της Παναγίας ως φασκιωμένης στην αγκαλιά του Ιησού. Μία λεπτομέρεια του πίνακα επέλεξε και η Σακελλίου στο εξώφυλλο της συλλογής της: έναν χρυσαετό που στέκεται ανάμεσα σε δύο μορφές, κάτω από δύο αετώματα που μοιάζουν με φίδια. Λεπτομέρεια που παραπέμπει στον στίχο της «γραπώνει τον όφι ο χρυσαετός» (σελ. 16). Αντίστοιχες τέτοιες λεπτομέρειες εντοπίζουμε στο σύνολο της συλλογής της. Κατορθώνει να αφυπνίσει την εσωτερική μας ματιά, «καθοδηγώντας» την, συν τοις άλλοις, με το σχήμα των ποιητικών στροφών, που άλλοτε παραπέμπουν σε φλόγες κεριών, άλλοτε σε κάποια καμπάνα, σε κάποιο φανάρι. Προτρέποντάς μας να αναζητήσουμε περισσότερα για την εικόνα και τον Θεοτοκόπουλο.