Δεν είναι λίγοι οι δημιουργοί που στην τέχνη τους χρησιμοποιούν διαφορετικό όνομα ακόμη και όταν αναφέρονται για τους ίδιους, σαν να πλάθουν ένα άλλο προσωπείο για να μιλήσουν για τα μύχια της ψυχής τους, νιώθοντας –πιθανώς– ένα τρόπον τινά προστατευτικό κάλυμμα πίσω από αυτό το ετερώνυμο. Ένας από τους δημιουργούς που αρεσκόταν στη χρήση ετερωνύμων είναι ο Πορτογάλος συγγραφέας και ποιητής Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), και ανατρέχουμε σε αυτόν με αφορμή την έκθεση φωτογραφίας της Μαρίας Στέφωση, η οποία εμπνεύστηκε τα έργα της από «Το Βιβλίο της Ανησυχίας» του Πορτογάλου λογοτέχνη.
Στην ψηφιακή εικαστική προσέγγιση της Στέφωση μπορούμε να αντιστοιχίσουμε αποσπάσματα από το βιβλίο, όπου ο Πεσσόα –ο οποίος αυτοαποκαλείται Σοάρες– δηλώνει ότι θα γράψει μια αυτοβιογραφία με έμφαση στους στοχασμούς και στην εσωτερική του εργασία προς την αυτογνωσία, στα όνειρα και στις ανησυχίες-προβληματισμούς του. Μεταξύ άλλων, ανιχνεύουμε την αγωνία του επειδή έχει (είχε) καιρό να γράψει, και λόγω αυτής της είδους απόστασης από την τέχνη του, ένιωθε ότι δεν ζούσε· «πάει πολύς καιρός που δεν γράφω. Έχουν περάσει μήνες που δεν ζω, απλά διαρκώ μεταξύ γραφείου και βιολογίας, με τις αισθήσεις και τις σκέψεις μου ενδόμυχα τελματωμένες. […] Πάει πολύς καιρός που όχι μόνο δεν γράφω μα ούτε καν υπάρχω. Μου φαίνεται πως σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια. […] Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω. Είμαι απολύτως ήσυχος. Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι».
Αν μη τι άλλο, αποσπάσματα μέσω των οποίων υπογραμμίζεται κλιμακωτά η αντιστοιχία της δημιουργικής διαδικασίας με τη λήψη οξυγόνου αλλά τη λειτουργία της ως κινητηρίου δύναμης για την ύπαρξη. Και επειδή η καλλιτεχνική δημιουργία συγγραφέων (και ορισμένων άλλων που υπηρετούν κάποια μορφή τέχνης) είθισται να είναι μοναχική διαδικασία, η Στέφωση αναπαριστά σε συμβολικές ελλειπτικές εικόνες, τη μοναχική φιγούρα του Πεσσόα σε κλειστούς χώρους στους οποίους όμως ενυπάρχει η φύση.
Άλλοτε παρουσιάζει τον Πεσσόα να αντανακλάται μέσα από έναν καθρέπτη και δίπλα να κρέμεται ένα ρούχο ή τη μορφή του να διαγράφεται από το εσωτερικό ενός παραθύρου και στο διπλανό τοίχο να ίπταται ένα διακριτικό σύννεφο. Ενδεχομένως χώροι στους οποίους έχει περιηγηθεί, προτού αφοσιωθεί ξανά στη γραφή: «Γράφω, λυπημένος, στο ήσυχο δωμάτιό μου, μόνος όπως υπήρξα πάντα, μόνος όπως θα υπάρχω πάντα. Κι αναρωτιέμαι αν η φωνή μου, φαινομενικά τόσο ασήμαντη, δεν ενσαρκώνει την ουσία χιλιάδων φωνών, τη δίψα να μιλήσουν χιλιάδων ζωών, την υπομονή εκατομμυρίων ψυχών υποταγμένων σαν την δική μου στο καθημερινό πεπρωμένο, στο ανώφελο όνειρο, στην ελπίδα που δεν αφήνει ίχνη. Αυτές τις στιγμές η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά γιατί έχω συνείδηση πως υπάρχει», διαβάζουμε σε άλλο απόσπασμα από «Το Βιβλίο της Ανησυχίας».
Επιστρέψουμε στο σώμα δουλειάς της Στέφωση, η οποία φωτογραφίζει εικαστικά τα ανωτέρω. Η δουλειά της χαρακτηρίζεται από ποιητικότητα και αντιπροσωπεύει τις αινιγματικές εξιστορήσεις του Πεσσόα με τους ετερώνυμους εαυτούς, όπως και τον κόσμο που ποιούσε, ο οποίος κόσμος αιωρείτο ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο.
*Η έκθεση της Μαρίας Στέφωση φιλοξενείται στη γκαλερί «Αργώ» (Νεοφύτου Δούκα 5, Κολωνάκι) από τις 14 Σεπτεμβρίου (εγκαίνια: 7.30 μ.μ.) έως τις 8 Οκτωβρίου. Τις φωτογραφίες της Στέφωση πλαισιώνουν το κείμενο της ιστορικού τέχνης Κλέας Σουγιουλτζόγλου και ένα ποίημα του Σταμάτη Πολενάκη.