Οι Guerrilla Girls και η τέχνη της διαμαρτυρίας

Οι Guerrilla Girls και η τέχνη της διαμαρτυρίας

Το ιδρυτικό δίδυμο της πιο επιδραστικής ίσως καλλιτεχνικής κολεκτίβας ανέβηκε την Δευτέρα στη σκηνή του θεάτρου «Σταύρος Νιάρχος». Φορώντας στο κεφάλι μια θηριώδη μάσκα γορίλλα – σήμα κατατεθέν των Guerrilla Girls που τους κρατά στην ανωνυμία – οι «Φρίντα Κάλο» και η «Καίτε Κόλβιτς» μοιράστηκαν αρχικά με το κοινό μια «κραυγή διαμαρτυρίας», ένα ζωώδες ουρλιαχτό που έφερε ενθουσιασμό, κυρίως, στο νεανικό πλήθος.

Έκθεση με έργα των Guerrilla Girls φιλοξενείται εδώ και μέρες στο διπλανό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης (σε επιμέλεια της Ερατώς Κουτσουδάκη) και η παρουσία των δύο μελών έκλεισε το τριήμερο φεστιβάλ «Women of the World», αφιερωμένο σε γυναίκες, κορίτσια και non-binary άτομα. Όποιος είχε δει προηγουμένως την έκθεση της κολεκτίβας, είχε ένα γερό μπάσιμο σε μια πορεία που φέτος μετρά 38 χρόνια δράσης σε μεγάλα μουσεία, ιδρύματα και δυνατές γκαλερί παγκοσμίως.

Οι Αμερικανίδες φεμινίστριες ξετύλιξαν την ιστορία τους από το ξεκίνημα, όταν το 1985 σε μια έκθεση του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη διαμαρτυρήθηκαν για το ελάχιστο ποσοστό των γυναικείων συμμετοχών. Από τότε έχουν πραγματοποιήσει περισσότερα από 100 projects σε διάφορες χώρες, δίνοντας στις παρεμβάσεις τους κινηματικά χαρακτηριστικά.

Κυρίως, όμως, είχαν τις ευφυία να αντιληφθούν αυτές τις ίδιες τις παρεμβάσεις ως δρώμενα με καλλιτεχνικό περιεχόμενο. Στην έκθεση ο θεατής θα βρεθεί μπροστά σε αφίσες, φυλλάδια, σλόγκαν γραμμένα σε τοίχους, όλα τα εργαλεία από τεχνικές της διαφήμισης «για να αλλάξουν τα μυαλά των ανθρώπων», όπως είπαν τα δύο μέλη.

Οι Guerrilla Girls υποστηρίζουν ότι η γυναίκα, διαχρονικά, είναι αντικείμενο της τέχνης που επιβάλλουν, κατεξοχήν, άνδρες καλλιτέχνες. Πιστεύουν ότι το πρότυπο αυτό δεν το καλλιέργησαν τα μουσεία προς όφελός τους και μόνο.

Πίσω από αυτά βρίσκονται γιγαντιαία συμφέροντα: μετά την εμπορία όπλων, ναρκωτικών κι ανθρώπων, ακολουθεί το σύστημα αγοράς της τέχνης με τζίρο πολλών δις που επιβάλλει δημιουργούς με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (φύλο και χρώμα). Η γυναίκα εγκλωβίζεται σε ρόλο διακοσμητικό, στο ρόλο του μοντέλου που ικανοποιεί τους άνδρες – καλλιτέχνες και συλλέκτες – κι όποτε αναλαμβάνει ρόλο δημιουργού, χάνεται στην αφάνεια.

Σύμφωνα με τις Guerrilla Girls, το πρότυπο της ομορφιάς δημιουργήθηκε από άνδρες ιστορικούς της τέχνης, που έβλεπαν – και με τον τρόπο τους επέβαλαν – τη γυναίκα ως αντικείμενο ανδρικής καταπίεσης. Αναφέρθηκαν μάλιστα σε παραδείγματα διάσημων καλλιτεχνών, όπως ο Γκωγκέν και ο Πικάσο, που εκμεταλλεύτηκαν βάναυσα τις γυναίκες συντρόφους τους. Η τέχνη από τον δημιουργό δεν διαχωρίζεται, λένε.

Πολλές από τις παρατηρήσεις των Guerrilla Girls πείθουν. Το ότι πολλές από τις επιλογές των μουσείων μας υπαγορεύει η λογική του εμπορίου δύσκολα αμφισβητείται. Η αναφορά, όμως, στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που τάχα δολοπλοκούν εναντίον της γυναίκας, δείχνει πως η κολεκτίβα έχει βαθύ σκότος προς το επιχειρηματικό πνεύμα.

Οι μεγαλοσυλλέκτες είναι έτοιμοι να αγοράσουν ασχήμια, όταν αυτή μετριέται σε χρήμα. Είναι πανέτοιμοι να γεμίσουν τα ειδικά δωμάτια – θυρίδες στις ελβετικές τράπεζες με καρχαρίες στη φορμόλη ή σφαχτά στα τσιγκέλια αν καταλάβουν ότι ο Γκανέζος ζωγράφος ή η Κινέζα εικαστικός «πουλάνε», ανεξαρτήτως φύλου ή χρώματος. Για να γίνει όμως μια βαθιά τομή στις προτιμήσεις, πρέπει να έχουμε όχι νέες συνωμοσίες, αλλά διαφορετικές φαντασιώσεις.

Δεκαετίες πριν το #MeToo, οι Guerrilla άλλαξαν δραστικά τους όρους του παιχνιδιού. Έφεραν δυναμικά την έννοια του «φεμινισμού» στην τέχνη και άνοιξαν νέα σελίδα στην ιστορία της, προτείνοντας εργαλεία της διαμαρτυρίας ως έργα καλλιτεχνικής πρακτικής. Με απλά λόγια έκαναν τη διαμαρτυρία τους, τέχνη.

Ιδρύματα όπως το μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Whitney ή το Walker Art Center στη Μινεάπολη απέκτησαν αριθμημένη συλλογή από πόστερ που οι Guerrilla Girls αφισοκολλούσαν  σε δρόμους, τηλεφωνικούς θαλάμους και έξω από μουσεία ή γκαλερί.

Μέσα σε τέσσερις δεκαετίες η φωνή τους κατόρθωσε να ακουστεί, όχι μόνο στα μεγάλα μουσεία της Αμερικής, αλλά σε θεσμικά κέντρα, δίνοντας διαλέξεις, ενώ οι καμπάνιες που οργάνωσαν αποτελούν μέρος των γυναικείων σπουδών και μαθήματα ιστορίας της τέχνης σε πανεπιστήμια.

Οι Guerrilla Girls έχουν εκθέσει στην Tate Modern, στη Μπιενάλε της Βενετίας, στο Centre Pompidou και στο MoMA, γεγονός που τους παρέχει ένα ευρύτερο κοινό για τις δράσεις τους. Δεν ξέρω πόσο παράδοξο ακούστηκε στο ακροατήριο, αλλά χαρακτήρισαν, όχι χωρίς αιχμή, την πολιτική των μεγάλων μουσείων ως «ευρωκεντρική».

Εδώ, εντοπίζεται μιαν αντίφαση. Η δυτική κουλτούρα από τα πρώτα της ελληνικά βήματα οδηγεί σε διατύπωση θέσης, κατάφαση, θέσμιση, και τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό, κριτική, αμφισβήτηση, ακόμη κι άρνηση. Ο δυτικός είναι περισσότερο ακέραιος την ώρα της ρήξης παρά την ώρα της σύστασης. Αυτό φανερώνει, άλλωστε, η πρόσκληση της κολεκτίβας από ιδρύματα όπως το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

«Και η Γκουέρνικα;» ρωτά στο τέλος μια γυναίκα από το κοινό. «Εμείς απλώς λέμε ότι και η προσωπική ζωή είναι μέρος του έργου» απαντούν τα ιδρυτικά μέλη. Οι Guerrilla Girls μπορεί να βλέπουν την τέχνη ως φάντασμα στις επάλξεις του πύργου της δικής τους Δανιμαρκίας, που εκμυστηρεύεται ποιοι είναι οι δολοφόνοι, ζητώντας τους να εκδικηθούν. Το μεγάλο έργο, όμως, έχει τη δύναμη να φανερώνεται ως ορόσημο μπροστά και πέρα από την εποχή του. Το μεγάλο έργο είναι η λοξή ματιά στη ζωή, αυτό που μας διαφεύγει ή ακόμη κι αυτό που βρίσκεται απέναντι. Και πάντως, δεν είναι προϊόν πολιτικής ορθότητας.

Αν στην προσπάθειά μας να αλλάξουμε τα μυαλά καταργήσουμε την τροφή τους, αν σπρώξουμε στο περιθώριο τους άξιους, τους αυθεντικούς δημιουργούς, θα καταφέρουμε εν τέλει να στραγγαλίσουμε το δικαίωμα της κοινωνίας να έχει κριτήριο. Να μπορεί να αναγνωρίζει το ουσιώδες, το ποιοτικό. Πόσο άμεση και γόνιμη μπορεί να είναι μια παιδεία που προϋποθέτει χαρακίρι; 

Το μόνο που θα έπρεπε να εύχονται οι Guerrilla Girls είναι η επιτυχία του καινούργιου. Θα ήθελα να ακούσω από τα χείλη τους ονόματα σύγχρονων γυναικών που πρέπει τα μουσεία μας να προσέξουν. Διότι αυτό τους οφείλουμε: μετά από σαράντα χρόνια θα αναφέρονται στα εγχειρίδια ιστορίας της τέχνης ως το κίνημα που έφερε τον Πικάσο του 21ου αιώνα, είτε γεννήθηκε στην Αφρική, είτε είναι γυναίκα.