Η κάμερα εστιάζει στα πρόσωπα των γυναικών πρωταγωνιστριών και στα χέρια τους τα οποία τείνουν να ανοίγουν για να αγκαλιάσουν κάποιο άλλο πρόσωπο –η αγκαλιά ως προστασία, ως αποδοχή, κυριαρχεί στις ιδιωτικές τους στιγμές, και σε ορισμένες δημόσιες. Αποτελεί μια μορφή επικοινωνίας ενέχοντας ταυτόχρονα το ανεπικοινώνητο ανάλογα με την οικειότητα ή μη των προσώπων, αποφέροντας είτε ευδαιμονία, είτε πόνο.
Πρόκειται για πρώτες παρατηρήσεις κατά την παρακολούθηση των βραβευμένων ταινιών «Αυτοί που δεν είμαι εγώ» (2016) και «Όλα τα βλέμματα πάνω μου» (2021) της Ισραηλινής Χαντάς Μπεν Αρόγια (γενν. 1988) –οι ταινίες της προβλήθηκαν στο πλαίσιο των «Ημερών Ισραηλινού Κινηματογράφου» στην Αθήνα, που συνδιοργάνωσαν (20-23 Οκτωβρίου) η Πρεσβεία του Ισραήλ στην Ελλάδα και ο κινηματογράφος «Τριανόν», και εστιάζουν σε ένα διαχρονικό και ουσιώδες ζήτημα, εκείνο των ανθρωπίνων σχέσεων.
«Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι όλα όσα έχουμε, οτιδήποτε πιο ουσιαστικό, η βαθύτερη πηγή των πάντων» ανέφερε η Χαντάς Μπεν Αρόγια κατά το Q&A που ακολούθησε της προβολής της ταινίας της «Όλα τα βλέμματα πάνω μου». Και τα βλέμματα όλων όσων βρεθήκαμε στο «Τριανόν» και παρακολουθήσαμε τις ταινίες της διαπίστωσαν μία ακόμη πλευρά που θίγει η σκηνοθέτις εκτός των ανθρωπίνων σχέσεων: η τεχνολογία στην καθημερινότητα· εκτός του κινητού και του υπολογιστή, τα ακουστικά ή τα ηχεία από τα οποία ακούγεται δυνατή μουσική.
Το κινητό τηλέφωνο γίνεται και αυτό μέσο επικοινωνίας μεταξύ των προσώπων, ενίοτε η οθόνη του προμηνύει την απόρριψη ή και αποτελεί ένα προστατευτικό κάλυμμα ώστε η ηρωΐδα της ταινίας «Αυτοί που δεν είμαι εγώ» να εκφράσει τα συναισθήματά της στον πρώην σύντροφό της, καταγράφοντας τη στιγμή. «Γεια, ξέρω ότι δε θες να μου μιλήσεις […]» είναι τα λόγια της εναρκτήριας σκηνής της ταινίας «Αυτοί που δεν είμαι εγώ», με την ηρωΐδα να στέκεται γυμνή μπροστά στην κάμερα διότι η αλήθεια είναι γυμνή και η αλήθεια της είναι τα συναισθήματά της.
Από αφίσα της 2ης ημέρας των «Ημερών Ισραηλινού Κινηματογράφου». Πηγή: Πρεσβεία του Ισραήλ
Η επιθυμία της να τα εκφράσει είναι η ειδοποιός διαφορά από τους υπολοίπους –εξ ου, θα λέγαμε, και ο τίτλος της ταινίας «Αυτοί που δεν είμαι εγώ». Η ηρωΐδα είναι δυνατή αλλά και ευάλωτη, πράττει αναλόγως του πώς αισθάνεται, προσπαθεί να αποβάλλει όσα νιώθει για τον πρώην σύντροφό της μετέχοντας σε περιστασιακές, ερωτικές στιγμές, καταλήγοντας στην απαρχή του κυρίαρχου συναισθήματός της ακόμη και εάν το πρόσωπο εκείνο την έχει πονέσει.
Ο πόνος και το αδιέξοδο διακρίνονται επίσης στην ταινία της «Όλα τα βλέμματα πάνω μου», διαρθρωμένη σε τρία κεφάλαια: στα δύο πρώτα επικρατεί ο θόρυβος και ο συναισθηματικός «πνιγμός», στο τρίτο η σιωπή ως παραλληλισμός της ακοής των βαθύτερων αναγκών. «Η ταινία αυτή είναι πιο ‘‘σκοτεινή‘‘ από το ‘’Αυτοί που δεν είμαι εγώ’’» λέει η Χαντάς Μπεν Αρόγια και επεξηγεί: «υπάρχουν πολλοί κακοφωνιστές σε ένα πάρτυ όπου η Ντάνι ψάχνει τον Μαξ να του πει ότι είναι έγκυος, δηλώνοντας το πώς θα έπρεπε να είναι οι υγιείς σχέσεις, και εκείνος μόλις ξεκίνησε μια σχέση με την Αβισάγκ. Στην προσπάθειά της (σ.σ η Αβισάγκ) να νιώσει, του ζητά να τη χτυπήσει, με αποτέλεσμα να χάνεται η ουσία». Η οικειότητα δεν επιτυγχάνεται, ενδεχομένως γιατί οι ψυχές και οι βαθύτερες ανάγκες τους δεν συμπίπτουν.
Στιγμιότυπο από το τρέιλερ της ταινίας «Όλα τα βλέμματα πάνω μου». Πηγή: YouTube
Με τις ταινίες της, η Χαντάς Μπεν Αρόγια θέτει προβληματισμούς για τις ανθρώπινες σχέσεις -τη μορφή και το αδιέξοδό τους, όπως και κάθε προσπάθεια να είναι υγιείς- την οικειότητα, την ψυχοσύνθεση κάθε ανθρώπου, τα λεπτά όρια της δέσμευσης και το φόβο αυτής. Θα συνδέαμε το ανεπικοινώνητο με το αμετάβατο του «αισθάνομαι» και του «πονώ» ως ένα επιπλέον ζήτημα.
Η λήψη του τελευταίου πλάνου και των δύο ταινιών της Χαντάς Μπεν Αρόγια είναι πανοραμική, ενώ προηγουμένως η κάμερα παρακολουθούσε ξεχωριστά κάθε μία ηρωΐδα. Με την πανοραμική λήψη είναι σαν να τηρείται μια κάποια αποστασιοποίηση· ως θεατές-μέλη της κοινωνίας γνωρίζουμε αλλά παρατηρούμε την πολυπλοκότητα και δυσκολία σύναψης ανθρωπίνων σχέσεων, ως έναν αντικατοπτρισμό της κοινωνίας.
Οι ανθρώπινες σχέσεις και η κοινωνία (του Ισραήλ) ήταν οι κύριες θεματικές των ταινιών που προβλήθηκαν κατά τις Ημέρες Ισραηλινού Κινηματογράφου. Οι ταινίες της Χαντάς Μπεν Αρόγια υπάγονταν στην ενότητα των νέων δημιουργών, στην οποία περιλαμβανόταν και η εναρκτήρια ταινία «Καραόκε» (2022) του Μοσέ Ρόζενταλ (γενν. 1988). Την άλλη ενότητα –των ντοκυμανταίρ– εκπροσώπευε ο Γιαΐρ Κεντάρ (γενν. 1969) με «Το τελευταίο κεφάλαιο του Α.Β. Γεοσούα» (2021) και «Το Τέταρτο Παράθυρο» (2021) για τον Άμος Όζ. Διακρίναμε ποιητικά πλάνα, αντίστοιχα της ποιητικότητας και της αφοπλιστικότητας όσων ακούστηκαν, όπως «βιάζομαι να γράψω δυο λέξεις, να αποτυπώσω την κατάσταση» (από «Το τελευταίο κεφάλαιο του Α.Β. Γεοσούα»), «χωρίς τραύμα δε γίνεσαι συγγραφέας» και «οι καλοί άνθρωποι φοβούνται το μίσος και τείνουν να μην πιστεύουν σε αυτό» (από «Το Τέταρτο Παράθυρο»).
Κάθε μία ταινία, ως ένα κάλεσμα εσωτερικής διερεύνησης, που καταλήγει στη φράση της Αρόγια για τις ανθρώπινες σχέσεις: «είναι όλα όσα έχουμε».
*Περισσότερα για τις «Ημέρες Ισραηλινού Κινηματογράφου», τις ταινίες και τους σκηνοθέτες στο σημείωμά μας Ισραήλ και ανθρώπινες σχέσεις στις «Ημέρες Ισραηλινού Κινηματογράφου»
Κεντρική φωτογραφία: Στιγμιότυπο από το τρέιλερ της ταινίας «Αυτοί που δεν είμαι εγώ». Πηγή: YouTube