Μία γραμμή άμυνας και προσωρινής διαχείρισης η απώθηση ενός τραυματικού γεγονότος από τη μνήμη, μόνο που, εγγεγραμμένο στο σώμα, το συμβάν επιστρέφει με κάποιο τρόπο στη μνήμη, το σώμα αντιδρά. Η μη επικοινωνία του γεγονότος και των συναισθημάτων που ακολουθούν, συσσωρεύονται. Το βάρος δυσβάσταχτο, η εσωτερική κραυγή εκδηλώνεται στο σώμα, μιας και το σώμα σκέφτεται και μιλά μέσα από τα συμπτώματά του. Θα καταφέρει, εν τέλει, να εκφραστεί το γεγονός, και πώς;
Την εξωτερίκευση αυτού του γεγονότος μέσω του λόγου, μέσω ενός λεκτικού χειμάρρου μιας γυναίκας, πραγματεύεται ο μονόλογος «Όχι εγώ» του Μπέκετ. Γραμμένος το 1972 με την ηθοποιό Μπίλι Ουάιτλω κατά νου, ο μονόλογος, μέσα από την αφαιρετική σκηνική ποιητική του, αποτυπώνει τη χειμαρρώδη λογοδιάρροια ενός αιωρούμενου γυναικείου στόματος στον απόηχο ενός απροσδιόριστου συμβάντος, υπό το βλέμμα της φιγούρας ενός μυστηριώδους ακροατή χωρίς ιδιότητες.
Στην απογυμνωμένη θεατρική του απόδοση, η διάρκεια του μονολόγου είναι μόλις δεκαπέντε λεπτά, ενώ η οδηγία του συγγραφέα είναι η ηθοποιός να τον αποδώσει απνευστί. Το έργο έκανε πρεμιέρα το 1972 στο θέατρο Forum του Κέντρου Λίνκολν της Νέας Υόρκης και, από κάθε σκοπιά –σωματική, διανοητική ή συναισθηματική– αποτελεί έναν από τους πιο απαιτητικούς μονολόγους του παγκοσμίου θεάτρου.
Σε ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στον συνθέτη Ζήση Σέγκλια και στον σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπο, ο μονόλογος αποδίδεται στο πλαίσιο σύγχρονου μουσικού θεάτρου και η ερμηνεία από δύο ηθοποιούς. Οι δύο γυναίκες (Έλλη Ιγγλίζ, Έβελυν Ασουάντ) ανήκουν στο ίδιο σώμα και αναδύονται από έναν κρατήρα, από την εξωτερική πλευρά του οποίου διακρίνουμε ένα κόκκινο σχοινί. Συνδεδεμένο με τροχήλατο μηχανισμό, το σχοινί το τραβά με αργούς ρυθμούς μία φιγούρα ακροατή (Μπάμπης Αλεφάντης) μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
Στιγμιότυπο από την παράσταση «Όχι εγώ». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος. Πηγή: Εναλλακτική Σκηνή ΕΛΣ
Από το απόλυτο σκοτάδι βγαίνει η μουσική, ενίοτε παράλληλα με την ερμηνεία των δύο γυναικών και στις παύσεις τους. Ξεχωρίζουμε τις στιγμές που η μουσική καθρεπτίζει την ένταση, τους παλμούς κατά την εξωτερίκευση του γεγονότος.
Παραλληλίζουμε το κόκκινο σχοινί με τη γλώσσα. Σε καίρια σημεία της εξιστόρησης (περισσότερο οδυνηρή αφήγηση), ο σιωπηλός ακροατής τυλίγεται με το σχοινί, κάποιες στιγμές η έκφρασή του αποτυπώνει την αντίδραση ενώ ακούει το τραυματικό γεγονός. Ερμηνεύουμε τη στιγμή που γονατίζει ως μία κίνηση κατά την οποία δεν μπορεί να αντέξει την αλήθεια, σαν να καταβάλλεται και ο ίδιος από το τραγικό συμβάν.
Η παράσταση ξεκινά με τις δύο γυναίκες να προσπαθούν να αρθρώσουν λόγο, οι εκφράσεις είναι έντονες, σε ορισμένα σημεία θα λέγαμε ότι οι όποιες λέξεις συγχέονται με την κραυγή και δεν γίνονται εύκολα κατανοητές. Υπό μία άλλη οπτική, η απόδοση αυτή είναι αντίστοιχη της αδυναμίας –λόγω του σοκ– ενός προσώπου να μιλήσει για ένα τραυματικό γεγονός. Ας μη λησμονούμε ότι υπάρχει το αμετάβατο του πονώ, ενώ καίριας σημασίας είναι και η ύπαρξη ή μη του βιωματικού στοιχείου· ακόμη όμως και εάν υπάρχει το βίωμα, δεν είναι για όλους απολύτως ίδιο.
Το τραυματικό γεγονός και όσα επέφερε στο πρόσωπο (το θύμα) αποδίδεται με εκφράσεις και λέξεις όπως «καμία αγάπη σε αυτόν τον κόσμο», «δεν ήξερε αν ήταν όρθια ή γονατισμένη», «υπέφερε», «ολόκληρο το σώμα εξαφανισμένο», «προσπαθούσε μάταια να πιαστεί από οπουδήποτε», «ο εγκέφαλος τρέμει παίζοντας σαν γραμμή», «κάτι μέσα της εκλιπαρεί».
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι οι λέξεις δεν υπηρετούν πάντα τη λειτουργία τους να αποδώσουν συναισθήματα ή γεγονότα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αρκεί η έκφραση: «δεν μπορούσε να βγάλει κανέναν ήχο», «το στόμα μισάνοιχτο», «βλέμμα απλανές».
Η τραγωδία ανείπωτη, το σώμα σπαρταρά και προσπαθεί να απεκδυθεί αυτής ψάχνοντας λέξεις να την ονομάσει· και κατονομάζοντας, κάνει ένα σταδιακό βήμα προς τη διαχείριση του συμβάντος.
Στιγμιότυπο από την παράσταση «Όχι εγώ». Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος. Πηγή: Εναλλακτική Σκηνή ΕΛΣ
Η παράσταση «Όχι εγώ» ανεβαίνει σε συμπαραγωγή με την ομάδα Σημείο Μηδέν. Την μετάφραση υπογράφει ο Θωμάς Συμεωνίδης, η σκηνική εγκατάσταση και τα κοστούμια είναι της Κατερίνας Παπαγεωργίου, τους φωτισμούς σχεδίασε ο Κώστας Μπεθάνης.
Την ορχήστρα διευθύνει ο Νίκος Βασιλείου. Αποτελείται από τους Άνα Κίφου (φλάουτο), Παναγιώτη Σκύφτα (σαξόφωνο), Γιώργο Κρίμπερη (τρομπόνι), Καζούγιο Τσουνεχίρο (κρουστά), Μίσλαβ Ρέζιτς (ηλεκτρική κιθάρα), Κώστα Ράπτη (ακορντεόν), Αλέξανδρο Μποτίνη (βιολοντσέλο Ι), Φαμπιόλα Οχέδα (βιολοντσέλο ΙΙ) και Γιώργο Κοκκινάρη (κοντραμπάσο).
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής - Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Λεωφ. Συγγρού 364.
Για δύο ακόμη παραστάσεις, στις 2 & 3 Μαρτίου 2023. Ώρα έναρξης: 20.30 (Κυριακή: 19.30)