Η υπαρξιακή αγωνία είναι το κύριο ζήτημα του θεατρικού έργου του Άντον Τσέχωφ (1860-1904), «Θείος Βάνιας», και το ζήτημα αυτό ξεδιπλώνεται στην παράσταση ήδη από τα πρώτα της λεπτά καθώς ένα ζευγάρι γυναικεία χέρια ξετυλίγει το κουβαριασμένο τραπεζομάντηλο για να καλύψει όλη την επιφάνεια του μεγάλου τραπεζιού. Το τραπέζι καταλαμβάνει όλη τη σκηνή του θεάτρου «Προσκήνιο», τα πρόσωπα κάθονται άλλοτε κοντά και άλλοτε απομακρυσμένα μεταξύ τους, πίνουν τσάι, φαντάζονται τη ζωή τους αναζητώντας την ουτοπία, ενίοτε δεν κοιτάζονται και καθένας τους, αρκετές φορές, πράττει κάτι διαφορετικό.
Το μεγάλων διαστάσεων τραπέζι δεν ενώνει απαραίτητα τους συν-τρώγοντες, αντίθετα, υπογραμμίζει το χάσμα της επικοινωνίας μεταξύ των προσώπων. Το τραπέζι άλλοτε λειτουργεί ως αίθουσα πρωινού, άλλοτε ως παρατηρητήριο ζωής, και άλλοτε ως τόπος όπου τα πρόσωπα ανεβαίνουν για να δοκιμάσουν τη διαφυγή τους από την καθημερινότητα που φθείρει. Οι ρυθμοί της διαταράσσονται περισσότερο μετά την άφιξη του συνταξιούχου καθηγητή Σερεμπριακόφ και της νεαρής συζύγου του Έλενα Αντρέεβνα, στο απομακρυσμένο κτήμα τους στη ρωσική επαρχία, το οποίο φροντίζει ο Βάνιας, η ανιψιά του και εργάτρια Σόνια και η Μαρία Βασίλιεβνα.
Η παρουσία του Σερεμπριακόφ και της συζύγου του, όπως και ο τρόπος ζωής τους φέρνει στο προσκήνιο της ζωής των ανθρώπων εκεί, ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Το τραπέζι γίνεται εν τέλει το «τοπίο» εκείνο στο οποίο γίνεται ανατομία στην ανθρώπινη ψυχή. Τα πρόσωπα γνωρίζουν πως ο χρόνος είναι αμείλικτος, «γλύπτης των ανθρώπων παράφορος» (Οδ. Ελύτης). Ο χρόνος κυλά και εκείνοι προσπαθούν να μη γίνουν «γκρίζες κηλίδες», βιώνουν τη ματαίωση, τις ψευδαισθήσεις και προσπαθούν να συμφιλιωθούν με τη ζωή, όσο ακόμη έχουν το περιθώριο.
«Πεινούν» για ένα τρυφερό άγγιγμα, τη φροντίδα, τη συντροφικότητα, όπως θα μπορούσε από τη ματιά μας να ιδωθεί η στιγμή κατά την οποία η Σόνια –κρυφά ερωτευμένη για έξι χρόνια με τον παρηκμασμένο γιατρό Αστρώφ– και ο Αστρώφ, τρώνε λαίμαργα ό,τι υπάρχει στο τραπέζι. Διστάζοντας καθένας να εκφράσει εκείνο για το οποίο ουσιαστικά «πεινά», ενώ ο πανδαμάτωρ χρόνος κάνει όλο και πιο αισθητή την παρουσία του καθώς η παράσταση βαίνει προς το τέλος της: με το νερό που στάζει στη φρουτιέρα ώσπου την απομακρύνουν μαζί με το τραπεζομάντηλο με αποτέλεσμα ο ήχος των σταγόνων που πέφτουν στην επιφάνεια του τραπεζιού να ηχεί σε όλη την αίθουσα. Όπως και με την κλωστή που ξετυλίγεται από το κουβάρι –εικόνα που μας παραπέμπει στις τρεις Μοίρες– στα τελευταία λεπτά της παράστασης· τότε που ο καθηγητής και η γυναίκα του αποχωρούν από την επαρχία έχοντας πρωτίστως ανακοινώνει μια απόφαση που αναιρεί την αφοσίωση ετών του Βάνια και της Σόνια να φροντίζουν με τα χέρια τους τη γη.
Το ψυχικό τους κενό είναι πλέον πιο μεγάλο –αντίστοιχο της ακάλυπτης επιφάνειας του τραπεζιού, σε αυτό το κενό συνέβαλε και ο συναισθηματικός πόνος, τα συναισθήματα που ανέπτυξαν για άλλα πρόσωπα χωρίς να βρουν αντίκρισμα, μεγεθύνοντας τον προϋπάρχοντα πόνο. Τα συναισθήματα εκείνα που κάνουν το πρόσωπο να επιθυμεί, δίνουν κινητήριο δύναμη για τη ζωή, μια σταθερά στην αστάθεια του χρόνου.
Τον θείο Βάνια υποδύεται ο Χρήστος Λούλης, τη Σόνια η Ηρώ Μπέζου, τον Σερεμπριακώφ ο Μανώλης Μαυροματάκης, την Έλενα Αντρέεβνα η Θεοδώρα Τζήμου, τον Άστρωφ ο Φιντέλ Ταλαμπούκας, τη Μαρία Βασίλιεβνα η Ξένια Καλογεροπούλου, τους υπόλοιπους ρόλους (Μαρίνα, Τελιέγκιν) η Μαρία Φιλίνη και Αντώνης Αντωνόπουλος, αντίστοιχα. Τη μετάφραση υπογράφει η Χρύσα Προκοπάκη, η σκηνοθεσία είναι του Δημήτρη Καραντζά, τα σκηνικά της Μαρίας Πανουργιά, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, τη μουσική επιμελήθηκε ο Δημήτρης Καμαρωτός, την κινησιολογία ο Τάσος Καραχάλιος, τους φωτισμούς σχεδίασε ο Λευτέρης Παυλόπουλος.
* Θέατρο Προσκήνιο, Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα – 210 8256838