Η σαιξπηρική τραγωδία «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» με την οποία η Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου έριξε αυλαία για τη θεατρική σεζόν 2022-2023 δεν αποτέλεσε μόνο μια τραγωδία για τον έρωτα που ηττάται από τον θάνατο.
Σκηνοθετημένη από τον Δημήτρη Καραντζά ειδώθηκε από τον εσωτερικό μας αμφιβληστροειδή ως μια τραγωδία για την ίδια την κοινωνία που απουσία αξιών βουλιάζει συμπαρασύροντας μαζί της ό,τι όμορφο, μία κοινωνία στην οποία κυριαρχούν η βία, ο θυμός και οι νοσηρές ανθρώπινες σχέσεις. Παράλληλα, ειδώθηκε από εμάς ως την προσπάθεια του μικρού φτερωτού θεού να αναδυθεί από τη δυστοπία και το μίσος, καθώς και από κάθε παθογένεια της εκάστοτε εποχής.
Οι αντιπαραθέσεις αυτές –ο έρωτας και η βία– τοποθετούνται και χωρικά στη σκηνή, η οποία είναι χωρισμένη σε δύο επίπεδα· στο επάνω επίπεδο ανθίζει ο έρωτας ανάμεσα στον Ρωμαίο (Έκτορας Λιάτσος) και την Ιουλιέττα (Ηρώ Μπέζου), ενώ το πρώτο σκίρτημα είχε γίνει στο κάτω επίπεδο: ένας χώρος που ξεκινά ως τόπος αναψυχής, εξελίσσεται σε πεδίο εκδήλωσης σωματικής βίας και καταλήγει να γίνει ομαδικός τάφος.
Άλλωστε, «όλα τα πράγματα στη φύση, ό,τι βγει, έχουν μητέρα τους και τάφο τους τη γη», ακούμε κατά την παράσταση.
Από την παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα. Πηγή φωτ.: Εθνικό Θέατρο
Εντός αυτού του σκηνικού, του κάτω επιπέδου, εκτυλίσσονται ορισμένες στιγμές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «σκληρές», όπως ο καβγάς και χτυπήματα στο σώμα ανάμεσα στα παρεμβαλόμενα πρόσωπα, η χειροδικία στο πλαίσιο της «πατρικής αγάπης».
Σε αυτό το αχανές πεδίο προσπαθεί να αναδυθεί ο έρωτας, εκκινώντας από ένα τρυφερό άγγιγμα δύο χεριών· το άγγιγμα αποτελεί μία πράξη μη μίσους, μία πράξη γνωριμίας. Δεδομένου ότι το σώμα έχει τη δική του μνήμη, το άγγιγμα αποτελεί και ένα στοιχείο αναγνώρισης του άλλου.
«Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα κατασκευάζουν τον δικό τους τόπο —έναν τόπο ποίησης και φαντασίας— και προτάσσουν την αγάπη ως διαφυγή από ένα σύμπαν μίσους που ζει ανά τους αιώνες. Η μεταξύ τους συνάντηση φτιάχνει ένα καταφύγιο, το οποίο συντηρούν μέχρι τέλους. Ο έρωτας και η πνευματικότητά τους ως διαφυγή, ως άρνηση να ενταχθούν σε μια σαπισμένη κοινωνία που διοργανώνει με την ίδια ευκολία γιορτές, όργια και θανάτους» σημειώνει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς.
Από την παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα. Πηγή φωτ.: Εθνικό Θέατρο
Ο έρωτας είναι εκείνος που μπορεί να φωτίσει το σκοτάδι, συνώνυμος μιας συναισθηματικής «επανάστασης», μίας ανάτασης που φέρει την επιθυμία για αλλαγή και αγαλλίαση. Το τρυφερό άγγιγμα ίσως να μπορεί να κατευνάσει τη βία, μόνο που ο χώρος λειτουργεί καταληκτικά για το τι θα υπερισχύσει.
Ο ζωτικός χώρος του έρωτα –στην παράσταση στο επάνω επίπεδο του σκηνικού– είναι περιορισμένος και ολοένα και μικραίνει, εκεί όπου «απόψε κοίταξε το βράδυ να δεις, αστέρια επί γης που το σκοτάδι των ουρανών φωταγωγούν».
Από την παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα. Πηγή φωτ.: Εθνικό Θέατρο
Ο ζωτικός χώρος του θανάτου –στο κάτω επίπεδο του σκηνικού– δέχεται όλο και περισσότερους μετέχοντες οι οποίοι διαιωνίζουν τη βία. Βία θα χαρακτηρίζαμε και τη θανάτωση του έρωτα διότι είναι μία θανάτωση της επιθυμίας για ζωή. Ποιος ή ποιοι θανατώνουν τον κόσμο που συναισθηματικά πλάθουν δύο άνθρωποι μέχρι πρότινος άγνωστοι μεταξύ τους, και πώς μπορεί ο έρωτας να ξεγλιστρήσει από τις δυστοπικές πτυχές της πραγματικότητας;
Από την παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα. Πηγή φωτ.: Εθνικό Θέατρο
Εκτός από τους Έκτορα Λιάτσο και Ηρώ Μπέζου, έπαιξαν οι Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιώργος Γιαννακάκος, Άννα Καλαϊτζίδου, Γιάννης Κλίνης, Αντώνης Κολοβός, Θάνος Κόνιαρης, Γιάννης Κόραβος, Ρίτα Λυτού, Άρης Μπαλής, Άρης Νινίκας, Γιάννης Νταλιάνης, Μάνος Πετράκης, Ρένη Πιττακή, Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης και Γιάννης Χαρκοφτάκης.
Την μετάφραση υπέγραψε ο Διονύσης Καψάλης, τα σκηνικά η Μαρία Πανουργιά, τα κοστούμια η Ιωάννα Τσάμη, την μουσική ο Γιώργος Πούλιος, την κινησιολογία επιμελήθηκε ο Τάσος Καραχάλιος, τους φωτισμούς σχεδίασε ο Δημήτρης Κασιμάτης.
Κεντρική φωτογραφία: Από την παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέττα». Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα. Πηγή φωτ.: Εθνικό Θέατρο