«Ακόμα και τις ώρες που φανερά δεν απασχολούμαι με το βιβλίο, εξακολουθώ να εργάζομαι σε αυτό. Ψάχνω στο νου μου κάποιο κοσμητικό επίθετο, ολοκληρώνω μια σκηνή, σκαλίζω την ψυχή μου για συναισθήματα που τυχόν μου έμειναν κρυμμένα. Έτσι δεν υπάρχει χώρος, ούτε χρόνος, για τίποτα άλλο. Είναι οι μήνες μου της σιωπής.»
Η Νοέλ Μπάξερ με αυτόν τον τρόπο «κτίζει» τα μεγάλα, ιστορικά συνήθως, μυθιστορήματά της: «Από δρυ παλιά κι από πέτρα», «Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος», «Το χνάρι που δεν έσβησε», το πλέον πρόσφατο «Η επιστροφή της Πηνελόπης»…
«Η προετοιμασία συχνά μου παίρνει περισσότερο χρόνο από την συγγραφή. Είναι επιλογή μου να γράφω με πλάνο. Κάλλιστα θα μπορούσα και χωρίς, κι αυτό το διαπιστώνει ο αναγνώστης στα λυρικά μου εμβόλιμα, που μου βγαίνουν μονορούφι. Το μυθιστόρημα όμως δεν είναι έκθεση ιδεών ούτε ημερολόγιο. Έχει τεχνικές, έχει επίπεδα, έχει ύφος, έχει παλμό, ανατροπές, αναπαύσεις… Έχει χίλια δυο. Χρειάζεται κτίσιμο. Και, μετά, μερεμέτι. Δεν είμαι της άναρχης δημιουργικότητας.»
Είναι από τις πρώτες κουβέντες τις οποίες η συγγραφέας στο Liberal.gr θα πει. Μιλώντας μας για τεχνικές, μεθόδους, ιστορίες, ήρωες και παράδοξα της γραφής. Για το βιβλίο που γράφει αυτήν εδώ την εποχή:
«Είναι ιστορικό δοκίμιο. Σε συνεργασία με τον Γιώργο Πουλημένο, που είναι κι αυτός μανιώδης με την ιστορική έρευνα για την παλιά Σμύρνη. Εδώ και πολλούς μήνες, χρόνια, μελετάμε το θέμα μας, σε επίπεδο πανεπιστημιακής διατριβής. Το γράφουμε μαζί. Είναι ο τρόπος μας να τιμήσουμε του χρόνου τη Σμύρνη, ενισχύοντας τη μνήμη των απογόνων, αλλά και των μελετητών, με νέα δεδομένα και με τη δική μας επεξεργασία των γνωστών πληροφοριών.»
Η μνήμη των απογόνων, εξάλλου, μέσα από όλα της τα βιβλία γενικότερα, δείχνει ότι την ενδιαφέρει πολύ.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κυρία Μπάξερ, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Διαμορφώθηκε μια τελετουργία. Ως προϋπόθεση για να ξεκινήσω να γράφω: Να νιώθω περίκλειστη και να ξέρω πως δεν θα με διακόψουν. Χρειάζομαι τις συνθήκες μου κι αυτό είναι οπωσδήποτε δυσκολία, που όμως έχω μάθει να την διαχειρίζομαι. Όταν κάθομαι να γράψω, τρίβω τα χέρια μου από χαρά.
Επειδή θα συναντήσω ανθρώπους που δεν υπάρχουν, που είναι η καθημερινή παρέα μου, σε έναν χώρο που ούτε αυτός υπάρχει, τον φτιάξαμε μαζί με τους ήρωες του βιβλίου, και σε έναν χρόνο που σπάνια στα δικά μου γραπτά είναι το σήμερά μας, ώστε να απλώσουμε το χέρι μας και να το γραπώσουμε. Συγγράφοντας, θα κάνουμε πράματα και θάματα και θα περάσουμε υπέροχα. …Φτάνει να μη μας διακόψει κανείς! Αν για να τα πετύχω αυτά πρέπει για απόλυτη ησυχία και ανεμπόδιστη περισυλλογή να κλειστώ σε μια ντουλάπα, ευχαρίστως το κάνω.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Η προετοιμασία συχνά μου παίρνει περισσότερο χρόνο από την συγγραφή. Είναι επιλογή μου να γράφω με πλάνο. Κάλλιστα θα μπορούσα και χωρίς, κι αυτό το διαπιστώνει ο αναγνώστης στα λυρικά μου εμβόλιμα, που μου βγαίνουν μονορούφι. Το μυθιστόρημα όμως δεν είναι έκθεση ιδεών ούτε ημερολόγιο. Έχει τεχνικές, έχει επίπεδα, έχει ύφος, έχει παλμό, ανατροπές, αναπαύσεις… Έχει χίλια δυο. Χρειάζεται κτίσιμο. Και, μετά, μερεμέτι. Δεν είμαι της άναρχης δημιουργικότητας. Όλοι -και εγώ- υπηρετούμε το θέμα του βιβλίου, αυτό που προσυμφωνήσαμε ότι θα αφηγηθούμε. Οι ήρωες είναι οι εργάτες, δεν είναι τα αφεντικά.
Δεν αναιρεί αυτό την ανάγκη εξαιρετικής πρώτης εικόνας. Ειδικά η αρχική πρόταση, που θα ξεκινήσει τον χορό του βιβλίου. Περιμένω την έμπνευση να μου την πει. Το κλωθογυρίζω στο νου και κάποια ωραία στιγμή η έμπνευση μου στέλνει μια πρόταση με μουσικότητα, χωρίς χάσματα, υποδεικνύοντάς μου τον ρυθμό. Πέφτει ουρανοκατέβατη. Και τότε ορμάω στα περαιτέρω!
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Νομίζω πως θα επέλεγα εύκολα το τρίτο μου μυθιστόρημα «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας». Εκεί, μπερδεύονταν τρεις χρόνοι σε μια κοινή διαδρομή, στη βόρεια Πελοπόννησο. Στα χρόνια του ο Παυσανίας, το 1868 ο Ερρίκος Σλήμαν, και το 2012 που ήταν το παρόν της ηρωίδας μου της Βενετίας. Και οι τρεις περπάτησαν στο ίδιο ακριβώς μέρος. Της Βενετίας την πορεία την είχα κάνει η ίδια, στο διερευνητικό ταξίδι που είχε προηγηθεί της συγγραφής.
Ζούσα λοιπόν σε τρεις ιστορικές εποχές, που είχαν τεράστια χρονική απόσταση μεταξύ τους, και πηγαινοερχόμουν με την ελευθερία του συγγραφέα. Αυτό δεν συνέβαινε κάτω από τον ήλιο αλλά στα έγκατα ενός υπόγειου γκαράζ αυτοκινήτων όπου μια φίλη μού είχε παραχωρήσει την αποθήκη της για να απομονώνομαι να γράφω εκεί, επειδή την συγκεκριμένη περίοδο υπήρχαν κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες στην προσωπική μου ζωή. Παυσανίας, Σλήμαν, η μυθιστορηματική Βενετία και απ’ έξω αυτοκίνητα να παρκάρουν ή να παίρνουν μπρος.
Ήταν ένα σκηνικό πολύ ιδιόμορφο. Περιέγραφα τον Σλήμαν να διασχίζει την Νεμέα πάνω σε γαϊδούρι και δέκα μέτρα παραδίπλα μάρσαρε μια μηχανή με πολλά άλογα! Το ανακαλώ χαμογελώντας!
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Η φίλη μου συγγραφέας Ελένη Τσαμαδού επεσήμανε, και το αιτιολόγησε, πως σε κάθε μου μυθιστορήματα υπάρχει μια επιστροφή. Αναζήτηση μέσω γυρισμού. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Έχω λοιπόν μια συγγραφική εμμονή και την ανακάλυψα πρόσφατα. Η συγγραφή, κι ας υπάρχουν δέκα πλάνα, δουλεύει και λίγο ψυχαναλυτικά.
Μια τεχνική που χρησιμοποίησα σε όλα μου τα βιβλία είναι η αναφορά σε αρχαία γραμματεία. Δεν το επιδιώκω, μόνη της έρχεται στην πλοκή. Συνειρμικά. Άμα έρθει, δεν την διώχνω. Πρώτον, την σέβομαι, δεύτερον την αγαπώ, τρίτον πιστεύω πως προσθέτει αξία στο μυθιστόρημά μου καθώς στην ψυχαγωγία προσθέτει γνώση.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Πλοκή που να ανεβαίνει και να κατεβαίνει σαν να περνάει από γη με λόφους. Ήρωες έντιμους, χωρίς να είναι απαραίτητα καλοί χαρακτήρες. Ανατροπές που να ταιριάζουν σε αυτές που φέρνει η απρόβλεπτη ζωή, δηλαδή φυσιολογικές κι ας είναι παράδοξες ή ακραίες. Δεν μ’ αρέσει να βλέπω καρδιές να ματώνουν αλλά δεν ανέχομαι τις τεμπέλες καρδιές που ξεχνούν να χτυπούν ή βαριούνται να χτυπούν πιο γρήγορα.
Θέλω ψυχή. Βαθιά. Πολύπλοκη. Κι έναν ταπεινό ήρωα που θα κάνει κάτι γιγαντιαίο. Την υπέρβαση. Κάτι που θα είχε να το λέει σε όλη του την υπόλοιπη ζωή, αν ζούσε εκτός του βιβλίου άλλα χίλια χρόνια. Τελευταίο, η ιστορία μου πρέπει να έχει το στολίδι του υπερρεαλισμού. Έστω εδώ κι εκεί μια φευγαλέα λέξη να βρίσκεται κάπου που δεν πρέπει, ή που δεν το περιμένει ο αναγνώστης.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Να πειστώ πως δεν θα κάνει σαχλαμάρες. Επίσης, να μην είναι ανταγωνιστικός με τους άλλους ήρωες. Να είναι ο τύπος που ανοίγει το στόμα του όταν έχει κάτι χρήσιμο να πει, κι ας είναι λίγο φλύαρος. Του το επιτρέπω. Το περιεχόμενο με νοιάζει. Είπα πριν να είναι έντιμος. Ισχύει. Θα προσθέσω το γενναίος.
Για να μου κάνει την υπέρβαση που θα του ζητήσω, προϋπόθεση είναι να έχει τη δύναμη και τη θέληση να το κάνει. Εγώ θα του δημιουργήσω τις κατάλληλες συνθήκες. Από αυτόν περιμένω την σωστή στιγμή να πέσει στη φωτιά, στον γκρεμό, στη θάλασσα, στη μάχη, στην αγκαλιά, όπου τέλος πάντων του ζητήσω. Και βέβαια, να το κάνει καλά. Και να μου επιζήσει!
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Η Σουλτάνα στο «Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος»! Το μυθιστόρημα αυτό είχε την σκληρή μοίρα να ακολουθήσει το «Από δρυ παλιά κι από πέτρα» που ήταν πολύ πετυχημένο. Ήμουν καινούργια στον συγγραφικό χώρο κι όλοι περίμεναν να δουν το επόμενο βήμα μου. Βρισκόμουν σε διακοπές με την οικογένεια μου στη Θάσο, σε μια ερημική παραλία δίχως τηλέφωνα και εφημερίδες. Έστηνα το καρεκλάκι μου εκεί που σκάει το κύμα και παρακολουθούσα τον ορίζοντα με τις ώρες. Άδεια, μα αυτό με καθιστούσε κι ελεύθερη, ανοικτή σε ό,τι θα ερχόταν. Και πράγματι, είδα να περπατάει πάνω στο κύμα η ηρωίδα του δεύτερου μυθιστορήματος, η Σουλτάνα!
Βάδιζε με το πάσο της πάνω στην ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας που ήταν τζάμι. Δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Τη μελετούσα. Είχε τον σωματότυπο που περιέγραψα μετά κατά λέξη στο βιβλίο. Κοντή και χοντρή, μα όχι με πάχος. Με σάρκα. Δυνατή γυναίκα. Με έφτασε και μου είπε με την καβαλιώτικη προφορά που έχω συνδέσει με την ασφάλεια και τη γλυκύτητα των παιδικών μου χρόνων «Να σε πω, να γράψεις για τον Πόντο!». Αυτό κι έκανα!
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
«Τα σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ. Στην εφηβεία μου. Μου προκάλεσε κορυφαία αναγνωστική ικανοποίηση. Ξαφνιάστηκα με τη δύναμη που μπορούσαν να έχουν οι γραμμένες λέξεις σε ένα βιβλίο. Έκτοτε έψαχνα -κι εξακολουθώ- αυτό. Την κορύφωση. Το να με παρασύρει ένα βιβλίο στα ορμητικά νερά του είναι απόλαυση. Η εκτίναξη όμως είναι οργασμός!
- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Δύο θα ήθελα να αναφέρω. «Τα σταφύλια της οργής» που προανέφερα μού έδειξαν πως μπορούμε οι συγγραφείς άμα θέλουμε να οδηγούμε έναν απλό χαρακτήρα βιβλίου σε ήρωα. Ο ηρωισμός όταν ξεπηδά από «αόρατους» ανθρώπους με συναρπάζει. Η «λογική» πορεία από το ένα άκρο στο άλλο του ήρωα, θέλει συγγραφική δεξιοτεχνία. Είναι πρόκληση, είναι και παιχνίδι.
Το δεύτερο, είναι η Ιλιάδα. Μου έδειξε, πάλι στην εφηβεία μου, ότι η δραματική δράση, και μάλιστα «ανδρική» με όπλα και μάχες, μπορεί υπέροχα να πλέκεται με την ψυχή. Με τα πιο τρυφερά αισθήματα. Κι όλο αυτό με τους θεούς που εμπλέκονταν, έδινε μαγεία στον ρεαλισμό!
- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Πολλοί είναι αγαπημένοι μου κι η λίστα μακριά, γι’ αυτό θα εστιάσω στον υπερ-αγαπημένο μου: Καραγάτσης! Είμαι φουλ καραγατσική. Από τους σημερινούς, γνωρίζω απ’ έξω κι ανακατωτά το έργο της Ελένης Τσαμαδού. Μπορεί φυσικά και να μην ισχύει στον υπερθετικό βαθμό που ισχυρίστηκα.
Τα καλά έργα, όταν τα ξαναδιαβάζει κανείς, δίνουν συνεχώς ανακαλύψεις και νέες αναγνώσεις. Επειδή γνωρίζω την ίδια, θαρρώ πως ξέρω κάθε λέξη γιατί βρίσκεται κει και όχι ένα συνώνυμό της. Τα κείμενά της τα διαβάζω με αγάπη, κι η αγάπη, ξέρετε, έχει κι αυτή μάτια. Διαπεραστικότερα από τα ανθρώπινα.
- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Προσπαθώ να μην μετακινούμαι καθόλου έξω από το περιβάλλον του βιβλίου. Ακόμα και τις ώρες που φανερά δεν απασχολούμαι με το βιβλίο, εξακολουθώ να εργάζομαι σε αυτό. Ψάχνω στο νου μου κάποιο κοσμητικό επίθετο, ολοκληρώνω μια σκηνή, σκαλίζω την ψυχή μου για συναισθήματα που τυχόν μου έμειναν κρυμμένα. Έτσι δεν υπάρχει χώρος, ούτε χρόνος, για τίποτα άλλο. Είναι οι μήνες μου της σιωπής.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Είναι ιστορικό δοκίμιο. Σε συνεργασία με τον Γιώργο Πουλημένο, που είναι κι αυτός μανιώδης με την ιστορική έρευνα για την παλιά Σμύρνη. Εδώ και πολλούς μήνες, χρόνια, μελετάμε το θέμα μας, σε επίπεδο πανεπιστημιακής διατριβής. Το γράφουμε μαζί. Είναι ο τρόπος μας να τιμήσουμε του χρόνου τη Σμύρνη, ενισχύοντας τη μνήμη των απογόνων, αλλά και των μελετητών, με νέα δεδομένα και με τη δική μας επεξεργασία των γνωστών πληροφοριών.