Τα τείχη της Ακρόπολης, που «μετρούν» χιλιετίες, αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα, ευτυχώς, όμως, όχι και εκείνο της ευστάθειας. Σε περίπτωση σεισμού βεβαίως ουδείς μπορεί να προβλέψει πώς θα συμπεριφερθούν κάποια τμήματα. Γι' αυτό και το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο γνωμοδότησε χθες ομόφωνα ως προς τη γεωτεχνική- στατική μελέτη των περιμετρικών τειχών και του βραχώδους υποβάθρου τους, σε επιλεγμένα τμήματα άμεσης προτεραιότητας.
Ως δεσπόζουσα κυριαρχείται η διατήρηση και προστασία της αρχαίας δομής του τείχους, έναντι των μεταγενέστερων δομών σε ενδεχόμενο δυνητικής μελλοντικής αστοχίας (σεισμικής ή μη). Επιλέγεται ο έλεγχος (μείωση) των ωθητικών δράσεων επί του Τείχους, έναντι της ‘βαριάς’ ενίσχυσης του Τείχους. Ως εκ τούτου δεν προτείνονται «τυφλά» αγκύρια συρραφής της αρχαίας με τις μεταγενέστερες δομές, αλλά ούτε και «τυφλά» αγκύρια προσάρτησης του Τείχους στον παρακείμενο βράχο.
Προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιτελεστική απαίτηση των σύγχρονων κανονισμών για την προστασία της ανθρώπινης ζωής (Life Safety), προτείνονται κατάλληλα παθητικά μέτρα προστασίας των επισκεπτών στα κατάντη του Βράχου.
Όπως ανέφερε στο συμβούλιο η προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Έλενα Κουντούρη, η σημερινή εικόνα του μνημείου είναι αποτέλεσμα της συνδυασμένης επίδρασης του χρόνου, των μόνιμων ή περιστασιακών φορτίσεων του μνημείου κατά τη διάρκεια της ζωής του, του μεταβαλλόμενου φυσικοχημικού περιβάλλοντος, των πολλαπλών ανθρωπογενών επεμβάσεων.
Οι ιστορικές καταρρεύσεις τμημάτων και οι συνεχείς επεμβάσεις στερεώσεως των τειχών αποτελούν την βασική μαρτυρία ότι τα αρχαία τείχη παρ’ όλη τη προσεγμένη τους κατασκευή παρουσίασαν στατικά προβλήματα και σε ορισμένες περιπτώσεις κάτω από ισχυρές καταπονήσεις (σεισμούς, ωθήσεις γαιών) αστόχησαν. Σε περιοχές πάλι που αυτά διατηρούνται έχουν υποστεί έντονες παραμορφώσεις. Χαρακτηριστική είναι η απόκλιση προς τα έξω του νότιου τείχους στη ΝΔ γωνία του Παρθενώνα. Οι νεώτερες επεμβάσεις στους όψιμους χρόνους της Τουρκοκρατίας, δεν είναι γνωστό κατά πόσον τα έλυσαν ή αν παραμένουν σοβαρά στατικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν.
Παρατηρούνται ακόμη παραμορφώσεις και φουσκώματα σε τμήματα των τειχών που οφείλονται πιθανότατα σε ωθήσεις γαιών, αποκόλληση των νεώτερων επενδύσεων από τα αρχαία τείχη, είτε και σε προβλήματα της θεμελιώσεως (ολίσθηση, υπερφόρτιση).
Η κίνηση του νερού αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο παράγοντα φθοράς των τειχών. Κινείται ή λιμνάζει στην επιφάνεια, αποθηκεύεται σε μεγάλες ποσότητες στις επιχώσεις αυξάνοντας τις πλάγιες ωθήσεις, εξατμίζεται σταδιακά από την τοιχοποιία προκαλώντας διάβρωση και τέλος απορρέει στην επιφάνεια του βράχου δημιουργώντας προβλήματα στην θεμελίωση. Η έντονη κατά θέσεις υγρασία έδειξε ότι τα νερά εισχωρούν ανεξέλεγκτα στη μάζα του τείχους και ακολουθούν τυχαία πορεία, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι έντονες εξαλλοιώσεις του πετρώματος.
Η διάβρωση και αποσάθρωση του αρχαίου τείχους με την ταυτόχρονη μείωση των μηχανικών χαρακτηριστικών του είχε σαν αποτέλεσμα τμήματα του να καταπέσουν. Οι περιοχές αυτές συμπληρώθηκαν σε διάφορες περιόδους με διάφορα υλικά και διαφορετικές τεχνοτροπίες από την αρχαία δόμηση. Στις νέες κατασκευές χρησιμοποιήθηκαν δόμοι μικρότερων διαστάσεων από την αρχική καθώς και χρήση κονιάματος.
Μεγάλες ζημίες, επίσης, προκλήθηκαν από βομβαρδισμούς που δημιούργησαν διάκενα στο τείχος και χαλάρωση της δομής του. Βομβαρδισμούς που δεν έγιναν μόνο από τον Μοροζίνι, αλλά και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Στις μεγάλες αναστηλώσεις του Ν. Μπαλάνου έγιναν εκτεταμένες εργασίες, κυρίως στη νότια πλευρά για τη στερέωση και προστασία του τείχους. Αυτό έγινε με την κατασκευή υψηλών τειχών χρησιμοποιώντας λίθους μικρών διαστάσεων και συνδετικό υλικό από κονίαμα. Η εξαλλοίωση του κονιάματος οδήγησε σήμερα το εξωτερικό συμπλήρωμα στη νότια πλευρά να βρίσκεται κατά τόπους σε οριακή κατάσταση ισορροπίας, έτοιμο να καταπέσει με κίνδυνο να προκληθεί αλυσιδωτή κατάπτωση των υπερκείμενων δόμων καθώς και προβλήματα γενικότερης ευστάθειας του αρχαίου τείχους.
Από την άνοιξη του 2019 δρομολογήθηκαν οι μελέτες για την προστασία των τειχών με βάση γνωμοδότηση του ΚΑΣ για την αποκατάσταση περιοχής του βόρειου τείχους, η οποία ελήφη το 2017. Με την από 14-3-2018 σύµβαση ανατέθηκε από την ΥΣΜΑ, κατόπιν διαγωνισμού η εκπόνηση της µελέτης «Γεωτεχνική-στατική μελέτη των περιμετρικών της Ακρόπολης των Αθηνών και του βραχώδους υποβάθρου τους, σε επιλεγμένες θέσεις άμεσης προτεραιότητας» στη σύµπραξη των µελετητικών γραφείων ΓΕΩΠΕΡ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ Α.Ε. και ∆ΟΜΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΜΗΧΑΝΙΚΟΙ. Στο πλαίσιο της ανωτέρω µελέτης εξετάζεται η ευστάθεια 7 διακεκριµένων περιοχών του περιµετρικού Τείχους της Ακρόπολης καθώς και του υποκείµενου βραχώδους πρανούς των αντίστοιχων περιοχών.
Από την κατάταξη που έγινε, προκύπτει ότι τα βόρεια πρανή έχουν αυξημένο βαθμό επικινδυνότητας καταπτώσεων βραχοτεμαχίων.. Δεν υπάρχει θέμα ευστάθειας των τειχών στην υφιστάμενη κατάσταση – επικινδυνότητα εκτεταμένων βλαβών ή κατάρρευσης προκύπτει μόνο σε περίπτωση σεισμού. Ως πλέον κρίσιμες περιοχές προσδιορίζονται αυτές του νότιου τείχους με τα μεγάλα ύψη επιχώσεων καθώς και μια περιοχή με λειτουργία τοίχου αντιστήριξης.
Το προταθέν μέτρο της αποχωμάτωσης και ελεγχόμενης επανεπίχωσης εσωτερικά του τείχους, αναγκαστικά σημαίνει αποχωμάτωση με ανασκαφικό τρόπο και ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη χρόνου, πιθανών ευρημάτων, κλπ.
Τα προτεινόμενα μέτρα, είναι μέτρα που έχουν εφαρμοστεί και δοκιμαστεί στο παρελθόν σε διάφορες περιοχές του βραχώδους πρανούς, τόσο από την ΥΣΜΑ, όσο και από την Εφορεία. Επομένως δεν υπήρξε κάποια αντίρρηση για την εφαρμογή τους και στις προτεινόμενες από την παρούσα μελέτη περιοχές εκτός για κάποιους φράκτες ανάσχεσης, οι οποίο, εφόσον γίνουν, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να προκαλούν τη λιγότερη δυνατή οπτική όχληση.