«Δεν είναι μία πινακοθήκη, δεν είναι ένα μουσείο τέχνης, θα βρω κάποια στιγμή τον ακριβέστερο χαρακτηρισμό του» μεταφέρει από τον λόγο του αλησμόνητου Άγγελου Δεληβορριά, ο Αντώνης Κωτίδης. Στο αμφιθέατρο του Μπενάκη στην Πειραιώς, ο ομότιμος καθηγητής μίλησε την Τετάρτη που μας πέρασε για «το Μουσείο της οδού Κριεζώτου», επιχειρώντας να αποτυπώσει, όχι απλώς τον χαρακτήρα της Πινακοθήκης Γκίκα, αλλά και την αποστολή της.
Προσκεκλημένος του μουσείου Μπενάκη, το οποίο τίμησε μεταξύ άλλων δράσεων τον μακροβιότερο (επί 41 χρόνια) διευθυντή του με μία ετήσια διάλεξη, ο Κωτίδης είχε μακρόχρονους δεσμούς με τον Δεληβορριά και μπόρεσε να τον δει «μάχιμο» μέσα στη σκόνη και το χάος όσο διαρκούσαν οι εργασίες για τη μετατροπή του μεγάρου Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην Κριεζώτου.
Θύμισε σε όλους το πείσμα και τον ακάματο χαρακτήρα του ανδρός, όχι μόνο στην εξεύρεση πόρων, αλλά και στο στήσιμο του μουσείου, καθώς συνέλεξε ένα ένα τα εκθέματα και σχεδίασε ο ίδιος τις προθήκες και το συνολικό πλάνο έκθεσής τους.
Η Πινακοθήκη μπορεί να εντάχθηκε στο πρόγραμμα της δορυφορικής ανάπτυξης του κεντρικού μουσείου στην Κουμπάρη, αλλά, όπως εξήγησε ο Καθηγητής, συνιστά «επίτευγμα πρωτοφανέρωτο στον τόπο του, μοναδικό διαθεματικό αφήγημα των γραμμάτων και των τεχνών σε μια κρίσιμη περίοδο στον τόπο».
Στη μεστή του ομιλία που συνόδευσε από οπτικοακουστικό υλικό με αποσπάσματα από τον ίδιο τον Δεληβορριά, ο Κωτίδης ανέδειξε την ανθρώπινη διάσταση του μουσείου, που το καθιστά μοναδικό τόσο στους σκοπούς όσο και στη διάρθρωσή του.
«Η Πινακοθήκη έχει μια λογική ζωής» ή, με άλλα λόγια, «είναι το μουσείο των δημιουργών» είπε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας σωστά και την παρουσία του ίδιου του Δεληβορριά («το έκανε συνειδητά αυτοβιογραφικό», ανέφερε). Ακόμη κι αν το έχεις επισκεφθεί πολλές φορές, εντυπωσιάζεσαι όταν ακούς ότι «φιλοξενεί» 180 δημιουργούς μέσα από 1500 εκθέματα.
Εκτός από το έργο της γενιάς του μεσοπολέμου που κυριαρχεί, ο επισκέπτης της Πινακοθήκης θα συναντήσει το έργο δημιουργών από το ξεκίνημα του 20ου αιώνα ως τους μεταπολεμικούς χρόνους. Από τους γεννηθέντες γύρω στο 1887, όπως ο Πικιώνης και ο Κοσμάς Πολίτης, μέχρι τους καλλιτέχνες όπως ο Χατζιδάκις που γεννήθηκαν περί το 1925.
Ο Καθηγητής εξήγησε με ενάργεια ότι «το νήμα του χρόνου» που διατρέχει το μουσείο δεν σταματά στους τελευταίους χρονολογικά δημιουργούς. Καλλιτέχνες, ποιητές, αρχιτέκτονες, μουσουργοί, ηθοποιοί, φωτογράφοι, όλοι μαζί βρίσκονται στον χώρο ως να είναι «καλεσμένοι σε ένα πάρτι, όχι σαν έννοιες σε καταλόγους και ράφια». Ο Δεληβορριάς αποκολλήθηκε από την αντίληψη του γραμμικού χρόνου και μας έδειξε ότι η ιστορία δεν είναι ό,τι συνέβη και πέρασε, η ιστορία δεν είναι μια παρελθοντολογία.
Με το κύρος που είχε αποκτήσει με τα χρόνια, ήταν παγερά αδιάφορος σε κάθε είδους ομαδοποίηση των πνευματικών μας ανθρώπων, ειδικά απέναντι σε στερεοτυπίες «δεξιά-αριστερά». Απέρριψε την ιδεολογία χάριν του προσώπου και αποδύθηκε στη μεγάλη περιπέτεια της επικοινωνίας, της τιμής μόνον προς ό,τι γνήσιο και πνευματικό. Και μας έδειξε ότι το ίδιο το πρόσωπο, είναι σημείο ποιότητος χρόνου.
Πηγή: Facebook / The Benaki Museum
Τα ιερά και τα όσια όπως έλεγε, η εμμονή σε αυτό που μας έχει δοθεί ως περιουσία, σημαίνει διατήρηση ανοιχτού του ερωτήματος, σημαίνει καθιστούμε προφανές το ερώτημα. Η ανίχνευση των ριζών μας, σημαίνει ανίχνευση του ερωτήματος. Και το ανοιχτό ερώτημα όχι μόνο δεν μπορεί να είναι όποιο δόγμα, αλλά είναι ακριβώς η ένσταση προς ό,τι δογματικό.
Τι μπορεί να σημαίνει «το ελληνικό κοσμοείδωλο» που εξέφρασε όλος αυτός ο κόσμος στη νεότερη γενιά, αλλά και στις επόμενες; Ο Α. Κωτίδης μίλησε με έμφαση για «συμμετοχή», αναγνωρίζοντας πως η επίσκεψη στο μουσείο αποκτά νόημα στο βαθμό που συνομιλεί με το σήμερα. Δεν είναι συσσώρευση γνώσεων, αλλά βίωση. Αλλιώς, τα σοβαρότερα βιβλία θα ήταν οι εγκυκλοπαίδειες και κατεξοχήν πνευματική δραστηριότητα η μελέτη τους.
Η πινακοθήκη Γκίκα υπηρετεί την αυτογνωσία μας, καθώς παρέχει ένα γαλαξία προσώπων ως ανοιχτό ορίζοντα. Όχι ένα πλαίσιο κλειστό ως ιερατείο που δίνει έτοιμα σχήματα. Ο Δεληβορριάς δεν οραματίστηκε ένα σοβιετικό μαυσωλείο, αλλά μια κιβωτό από όσους αγωνίστηκαν να είναι η ζωή τους το κειμήλιό μας.
Σε ποιους απευθύνεται το μουσείο; Εδώ, νομίζω, έθεσε το κρίσιμο ερώτημα ο καθηγητής, κυρίως, στην Πολιτεία (ανάμεσα στους ακροατές και ο υφυπουργός Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης). Παρά την προνομιακή της θέση μες στην καρδιά της Αθήνας, η Πινακοθήκη Γκίκα είναι επισκέψιμη στο κοινό μόνο την Παρασκευή και το Σάββατο (στο site του μουσείου αναφέρεται ότι από Δευτέρα έως Πέμπτη πραγματοποιούνται προγραμματισμένες ξεναγήσεις).
Πώς, λοιπόν, θα υπηρετήσει την αποστολή της σε περιορισμένο ωράριο; Τα υπουργεία Παιδείας και Πολιτισμού οφείλουν να αγκαλιάσουν την Πινακοθήκη και να την εντάξουν στα εκπαιδευτικά προγράμματα όλων των βαθμίδων. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να τιμηθεί η μνήμη του Άγγελου Δεληβορριά.