«Η Ανθρώπινη Φωνή» και το τηλεφώνημα
Θέατρο

«Η Ανθρώπινη Φωνή» και το τηλεφώνημα

Ένα καλώδιο στο σταθερό τηλέφωνο, ένα αόρατο σήμα στο ασύρματο και το κινητό τηλέφωνο «μεταφέρουν» λόγια ορισμένου ή αορίστου νοήματος που άλλοτε ενώνουν ή διχάζουν δυο ανθρώπους. Ενίοτε η τηλεφωνική επικοινωνία τείνει να είναι ζωτικής σημασίας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα σαν δεν υπάρχει άλλος τρόπος επικοινωνίας.

Ενώ παρατηρείται, στην επικοινωνία μας με ορισμένα πρόσωπα η χροιά της φωνής και ερωτήσεις-καταφάσεις για να συνεχιστεί η συνομιλία, να προδίδουν την επιθυμία να μην τερματιστεί η κλήση. Όπως με πρόσωπα της οικογένειάς μας στην τρίτη ηλικία, με αμφότερες πλευρές να παρατείνουν το χρόνο ώστε να κερδηθεί λίγος παραπάνω χρόνος στη μεταξύ σχέση. Έχοντες και οι δύο πλευρές γνώση πως ο χρόνος της ζωής μετρά αντίστροφα.

Πρόκειται για μία μόνο πλευρά που καταδεικνύει ότι η τηλεφωνική συσκευή έχει γίνει ένα μέσο επικοινωνίας που καθορίζει τον τρόπο ζωής μας. Ανεξαρτήτως πώς καθένας χρησιμοποιεί τη συσκευή του, δεν παύει να υπάρχει η βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία σαν πάμε να καλέσουμε συγκεκριμένα πρόσωπα.

Η βαθιά αυτή ανθρώπινη ανάγκη αναδεικνύεται μέσα από τον θεατρικό μονόλογο «Η Ανθρώπινη Φωνή» του Ζαν Κοκτώ, που ανεβαίνει στο θέατρο «Μικρό Χορν» σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη και ερμηνεία της κατόχου του θεατρικού βραβείου «Μελίνα Μερκούρη» (2011) Λουκίας Μιχαλοπούλου.

Χωρίς να υπερβάλλει και με τη φωνή της να κινείται εκεί που πρέπει, η Μιχαλοπούλου υποδύεται μία γυναίκα που περιμένει να χτυπήσει το σταθερό της τηλέφωνο για να ακούσει τη φωνή του πρώην συντρόφου της. Την παρατηρούμε να κινείται ξυπόλητη στη σκηνή φορώντας ένα λευκό ανδρικό πουκάμισο. Το σκηνικό είναι το υπνοδωμάτιό της, όπου τα αναδιπλωμένα σεντόνια, τα πεταμένα χαρτιά στο πάτωμα, οι γόβες της παραταγμένες σε διαφορετικά σημεία –μεταξύ άλλων– αποτυπώνουν μια εσωτερική συντριβή και μετάβαση σε μια νέα κατάσταση.

Σε παρόμοιο μήκος κύματος, σκονισμένοι καθρέπτες στο πίσω μέρος της σκηνής αλλοιώνουν τη φιγούρα της, ενδεχομένως ως ένα σχόλιο ότι αντικρίζει στον καθρέπτη την εσωτερική της φιγούρα ως έχει διαμορφωθεί από μία συναισθηματική κατάσταση που κατέληξε στην προδοσία.

Η δυσκολία αποκοπής της άλλοτε επικοινωνίας αποτυπώνεται –εκτός από την αναμονή για ένα τηλεφώνημα– στην επιθυμία της να κρατήσει αντικείμενα του άλλοτε ερωτικού υποκειμένου, όπως τα γάντια της μηχανής του με τα οποία σκουπίζει τα δάκρυά της.

Φράσεις όπως «ακούμε, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τους άλλους να μας ακούσουν» και «μ’ ακούς; Δεν έχει σήμα» αποτυπώνουν την απουσία επικοινωνίας και το αδιέξοδο ανάμεσα στα πρόσωπα που είναι και ζητήματα που τίθενται στις κάθε είδους ανθρώπινες σχέσεις, ενώ η λέξη «σήμα» έχει και μεταφορική έννοια. Και η φράση «μου μιλάς και τα πνευμόνια μου γεμίζουν οξυγόνο» αποτυπώνει τα οφέλη της συνομιλίας –μία από τις «χρήσεις» της είναι όσα έχουν να μοιραστούν οι συνομιλητές.

Τα παραπάνω εντάσσονται σε διαχρονικές υπαρξιακές αγωνίες που μαζί με τον φόβο του θανάτου και την εξιλέωση από τα πάθη είναι όσα πραγματεύεται ο Ζαν Κοκτώ στα έργα του.

«Η Ανθρώπινη Φωνή» ανεβαίνει σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου και σκηνικά-κοστούμια της Αρετής Μουστάκα. Τη μουσική επιμελήθηκε ο Γιάννης Μαθές, τους φωτισμούς σχεδίασε η Χριστίνα Θανάσουλα.

Το μονόπρακτο έργο («Η Ανθρώπινη Φωνή») του Ζαν Κοκτώ γράφτηκε το 1928 από τον Ζαν Κοκτώ και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά δύο χρόνια αργότερα στην περίφημη Comédie-Française από την Μπέρθ Μποβί. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τον ρόλο ερμήνευσαν ορισμένες από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς παγκοσμίως, οι Σιμόν Σινιορέ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Λιβ Ούλμαν, Χούλια Μιχένες, Ντενίζ Ντιβάλ και Ρενάτα Σκότο, μεταξύ άλλων.

Θέατρο «Μικρό Χορν», Αμερικής 10, Αθήνα 106 71, 211 1000365

Τις φωτογραφίες τράβηξε ο Γιώργος Καλφαμανώλης