Τις επόμενες μέρες οι φίλοι των μουσείων και της τέχνης δε θα ξέρουν πού να πρωτοπάνε.
Νέες εκθέσεις μερικές πολύ σημαντικές, ξεκινούν τη λειτουργία τους μαζί με τα μουσεία μας, που θα είναι διάπλατα ανοιχτά από σήμερα. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, τους πιο πολλούς επισκέπτες θα προσελκύσει η Εθνική Πινακοθήκη, που ανοίγει για πρώτη φορά τις πύλες της στο κοινό μετά την ανανέωσή της.
Μικρή πρόγευση είχαν πάρει, την παραμονή της 25ης Μαρτίου, ηγέτες ξένων χωρών και η ΠτΔ με τον πρωθυπουργό, κατά την ξενάγηση που έγινε στην έκθεση για το 1821.
Τότε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη είχε υποσχεθεί πως η Πινακοθήκη επρόκειτο να ανοίξει τον Ιούνιο, πλήρως έτοιμη, με το άνοιγμα των μουσείων. Τώρα που αυτό το άνοιγμα ήρθε πιο κοντά, τράβηξε μαζί του και την πολυαναμενόμενη ημερομηνία που θα δοθεί στο κοινό η ευκαιρία απόλαυσης.
Το γλυπτό του Ροντέν «Ο άνθρωπος που βαδίζει» υποδέχεται στα σκαλιά τους επισκέπτες. Με την είσοδό τους. Στην είσοδο του κτηρίου, η «Λαϊκή Αγορά» του Τέτση είναι το σημείο που «μιλά» για μια εξωστρεφή Πινακοθήκη, που περιμένει τους πάντες, όπως λέει η διευθύντριά της Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα.
Έκθεση για το 1821
Οι αγώνες των Ελλήνων στα πεδία των μαχών, οι φιλέλληνες και ο λόρδος Βύρωνας, η πολιορκία του Μεσολογγίου και η ηρωική έξοδος, ο θρήνος για τις σφαγές των αμάχων, τα πρόσωπα του Αγώνα και η μεγάλη νίκη συνθέτουν στην επετειακή έκθεση της Πινακοθήκης.
Ο Ευγένιος Ντελακρουά αλλά και ο Θεόδωρος Βρυζάκης ανέδειξαν με πίνακές τους το έπος των Ελλήνων για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.
Πολλά έργα, κυρίως του δεύτερου, παρουσιάζονται στη μεγάλη έκθεση για το 1821. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» (1858), «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης» (1865), το «Στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» (1855), καθώς και «Η υποδοχή του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» (1861). Ο Ντελακρουά έχει υπογράψει το ορμητικό «Επεισόδιο του ελληνικού Αγώνα» (1856).
Σημαντικό έργο είναι η «Ναυμαχία του Ναυαρίνου», μία υδατογραφία του Νίκολας Καμιλλιέρι.
Απροσδόκητα συγκινητικό, «Η αγιογραφία του Αγώνα», όπως έχει ονομαστεί η ενότητα με τις μορφές των ηρώων, που φιλοτέχνησε το 1826- 27 ο νεαρός ανθυπολοχαγός Καρλ Κρατσάιζεν.
Χάρη σε αυτόν, έχουμε πορτραίτα πρωταγωνιστών της Επανάστασης. Μορφές που τις γνωρίζουμε από το σχολείο, φιλοτεχνημένες από τον Κρατσάιζεν, ο οποίος είχε φθάσει στην Ελλάδα το 1826, στην κρισιμότερη ίσως στιγμή του Αγώνα, ύστερα από την επέλαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος και σχεδιαστής όχι μόνον πήρε μέρος σε μεγάλες μάχες, όπως η πολιορκία της Αθήνας το 1826 και η πολιορκία της Ακρόπολης το 1827 αλλά στα διαλείμματα του πολέμου και στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, στην οποία ήταν παρών σχεδίαζε τα πορτρέτα των αγωνιστών, τα περισσότερα με μολύβι και χαρτί.
Ειδικά το πορτρέτο του Καραϊσκάκη έμεινε ημιτελές, καθώς άρχισε να φιλοτεχνείται λίγο πριν από τον θάνατό του.
«Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της», προέτρεπε τους Έλληνες καλλιτέχνες, Γεώργιο και Φίλιππο Μαργαρίτη το 1844, λίγο μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, ο πρωθυπουργός τότε, Ιωάννης Κωλέττης.
Και, πράγματι, αυτή η Πινακοθήκη δημιουργήθηκε, έστω και με καθυστερήσεις, ώσπου να απαιτήσει όμως σήμερα, την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό της, προκειμένου να αναδείξει το μέγεθος και τη λάμψη των συλλογών, που απέκτησε στο μεταξύ και να παρέχει στους επισκέπτες της μια νέα, υψηλού επιπέδου εμπειρία.
«Το 1821 στη ζωγραφική. Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της», είναι και ο τίτλος της επετειακής έκθεσης στην οποία αναφερθήκαμε.
Από τον 19ο αιώνα ως σήμερα
Η αίθουσα της μόνιμης συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης προσφέρει στον επισκέπτη με την είσοδό του την ευκαιρία να θαυμάσει το τεράστιο πορτρέτο της Κλεμάνς Σερπιέρη (1869) του Νικηφόρου Λύτρα, έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά, αφού λόγω του μεγέθους του ήταν αδύνατον να τοποθετηθεί στο παλιό κτήριο.
Σε αυτό τον όροφο «μιλάει» η νέα Ελλάδα του 19 ου αιώνα, με τη Συλλογή Κουτλίδη, που περιλαμβάνει διαμάντια της ελληνικής ζωγραφικής. Έργα των Γύζη, Ιακωβίδη, Νικηφόρου Λύτρα, Παρθένη, Βολανάκη, Ρίζου κ.α.
Αποτυπώνουν την πρόσληψη των διεθνών ρευμάτων της τέχνης από τους Έλληνες δημιουργούς σε ένα πανόραμα αριστουργημάτων για τα οποία δικαιολογημένα μπορεί να επαίρεται η Εθνική Πινακοθήκη.
Ένας μεγάλος αριθμός έργων εκτίθενται για πρώτη φορά. Ο συνολικός αριθμός φθάνει τα 1000 αντί των 400 μόνον, που παρουσιάζονταν ως τώρα. Στις αποθήκες φυλάσσονται 20.000 έργα.
Στον τρίτο όροφο που αναφέρεται στον 20ό αιώνα, η πλειονότητα των έργων που εκτίθενται, όπως των Τσόκλη, ο Φασιανού, Κανιάρη, Μυταρά, Τakis, Λάππα, Αντωνάκου κ,ά. είναι νέα. Υπάρχουν επίσης μοναδικές τοιχογραφίες του Φώτη Κόντογλου, εμπνευσμένες από το Αϊβαλί, τόπο καταγωγής του.
«Πλούσιοι» αριθμοί
Οι αριθμοί είναι εκπληκτικοί: στο προϋπάρχον κτήριο των 9.720 τετραγωνικών μέτρων προστέθηκαν επιπλέον 11.040 τ.μ. και οι λειτουργικοί χώροι υπερδιπλασιάσθηκαν φθάνοντας τα 20.760 τ.μ. συνολικά.
Το μουσείο έτσι, αποκτά νέους εκθεσιακούς χώρους 2.230 τ.μ., ενώ η νέα αίθουσα των περιοδικών εκθέσεων προσεγγίζει τα 2000 τ.μ. Οι σύγχρονες αποθήκες έργων τέχνης καταλαμβάνουν 1645 τ.μ. και μπορούν να στεγάσουν περί τα 10.000 έργα. Το αμφιθέατρο είναι 350 θέσεων ενώ υπάρχει επίσης χώρος εκπαιδευτικών προγραμμάτων και αίθουσα υποδοχής 910 τ.μ. όπου φιλοξενούνται, εκτός από το εκδοτήριο εισιτηρίων και το βεστιάριο, δύο πωλητήρια και σαλόνι ψηφιακής πληροφόρησης.
Υπερσύγχρονα εργαστήρια συντήρησης, τα γραφεία διοίκησης, καθώς και η βιβλιοθήκη, η οποία αναπτύσσεται σε δυο ορόφους προστίθενται στον εξοπλισμό του, όπως φυσικά και τα σύγχρονα, ηλεκτρομαγνητικά συστήματα ασφάλειας.
Στον κήπο που δημιουργείται νότια της ιστορικής κεντρικής πύλης, η Πινακοθήκη έχει μία είσοδο ανεξάρτητη από την οδό Μιχαλακοπούλου (Μιχαλακοπούλου και Βασιλέως Κωνσταντίνου), η οποία είναι συμβατή με την ιδέα του Ιλισού ως υγρού στοιχείου. Με τον τρόπο αυτό συντηρείται η μνήμη του ποταμού Ιλισού και της ροής του νερού με τη δημιουργία ενός καναλιού και επιπλέον πρασίνου, στον περιβάλλοντα χώρο.
Δύο καφέ – εστιατόρια θα λειτουργούν ανεξάρτητα. Είναι το καφέ «Ιλισός», το οποίο θα λειτουργεί δίπλα στο «κανάλι και το καφέ-εστιατόριο «Παρθένης» στον τελευταίο όροφο, με θαυμάσια θέα της πόλης και λειτουργία ανεξάρτητη του ωραρίου της Πινακοθήκης.
Το κτήριο της Πινακοθήκης, με την υπογραφή των αρχιτεκτόνων Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου, κηρύχθηκε ως νεότερο μνημείο το 1998, ως κατεξοχήν έργο του μοντερνισμού.
Οι όροι επέκτασης της Πινακοθήκης θεσμοθετήθηκαν το 2001 με ειδικό νόμο του υπουργείου Πολιτισμού. Από τότε, μεσολάβησαν διαγωνισμοί, εργολαβίες, προβλήματα, αλλά στο τέλος η επέκταση έγινε, με πόρους ΕΣΠΑ αλλά και χορηγίες. Το κόστος επέκτασης και ανακαίνισης της Εθνικής Πινακοθήκης ανέρχεται στα 59.029.102 ευρώ.
Από αυτά τα 42.016.982 ευρώ προέρχονται από δημόσια χρηματοδότηση και τα 17.012.120 από ιδιωτική. Ευεργέτης της Πινακοθήκης είναι το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με δωρεά 13.000.000 ευρώ.
Μεγάλοι δωρητές είναι ο Θόδωρος και η Εμμανουέλα Βασιλάκη, ο Βασίλης και η Μαρίνα Θεοχαράκη, το ΄Ιδρυμα Αντώνιος Ε. Κομνηνός, το Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη, το Ίδρυμα Ωνάση, η κυρία Ντόροθι Λάτση, ο Παναγιώτης και η Ειρήνη Λαιμού. Δωρητές είναι το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Νικόλας Δ. Πατέρας.
Το έργο αποτέλεσε την απόλυτη προτεραιότητα για το υπουργείο Πολιτισμού από τον Ιούλιο του 2019 και μετά, με την υπουργό Λίνα Μενδώνη να βάζει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, το οποίο τηρήθηκε απαρέγκλιτα.