Γράφει η Αγγελική Κώττη
Η ελληνική μουσική, το τραγούδι της χώρας μας, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, δεν θα ήταν ίδια χωρίς τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. «Η συλλογική φωνή της Ελλάδας», είχε πει κάποτε ο Μίκης και μέσα σ' αυτή τη μεστή νοημάτων φράση έκλεισε τα πάντα: την ποιότητα, το ύφος και το ήθος. Την ένταση, την έκταση, τον χρωματισμό. Την απόδοση της μουσικής και του λόγου. Πράγματι. Το τραγούδι άλλαξε ριζικά όταν ακούστηκε η φωνή του Μπιθικώτση στον στίχο του Γιάννη Ρίτσου από τον «Επιτάφιο»: «Αρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης». Και να φανταστεί κανείς ότι στην αρχή, ο Χιώτης και ο Μπιθικώτσης, σαν μικρά παιδιά, κορόιδευαν αυτόν και τους άλλους στίχους…
Όμως, θα γυρίσουμε ακόμα πιο πίσω από το 1960 και τον θρυλικό «Επιτάφιο». Θα πάμε στο 1949, όταν ο Μίκης ήταν πολιτικός εξόριστος στη Μακρόνησο. Σε κάποια μεταφορά από το νοσοκομείο, όπου είχε βρεθεί ύστερα μετά από βασανιστήρια, και ενώ το φορτηγό έχει σταματήσει ώρα μέσα στο λιοπύρι, ο Μπιθικώτσης του δίνει νερό. Ο Μίκης δεν θα το ξεχάσει αυτό ποτέ.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, απολύονται και οι δύο από το στρατόπεδο. Ο Θεοδωράκης πάει στο Παρίσι για σπουδές και ο Μπιθικώτσης τραγουδά στα κέντρα. Ο καθένας βιοπορίζεται όπως μπορεί.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» που του είχε στείλει στο Παρίσι ο Γιάννης Ρίτσος, το 1958. Οταν έρχεται στην Ελλάδα, θέλει να το ηχογραφήσει. Ο Μπιθικώτσης θέλει να φύγει για τον Καναδά. «Είχε απογοητευθεί», γράφει ο Φώντας Λάδης στο βιβλίο «Μίκης Θεοδωράκης. Το χρονικό μιας επανάστασης 1960-1967». «Το λαϊκό τραγούδι περνούσε κρίση, δύσκολα έβρισκαν δουλειά οι επαγγελματίες του είδους. Ο Μίκης (που έψαχνε τον ιδανικό ερμηνευτή των τραγουδιών του) τον βρήκε, έκανε αγώνα να τον μεταπείσει. Μα ο άλλος δίσταζε. Είχε οικογένεια. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού πηγάζει η αισιοδοξία του Μίκη. Έμεινε για να ηχογραφήσουν τον ''Επιτάφιο''».
Ο Τάκης Λαμπρόπουλος πείθει τον Μπιθικώτση να μείνει για να γίνει η ηχογράφηση στην «Κολούμπια» και βρίσκει τον Χιώτη και τον Μίκη - ο Μπιθικώτσης δεν θυμάται καν ποιος ήταν. Αυτός ο «ψηλός στο πιάνο», λοιπόν, αρχίζει να παίζει τα τραγούδια, «να μας παίζει τον ''Επιτάφιο'' του Γιάννη Ρίτσου. Αυτές τις υπέροχες μελωδίες. Εμένα και του Χιώτη, όμως, δεν μας άρεσαν καθόλου στο πρώτο άκουσμα! Κλείσαμε το μάτι με τον Μανώλη και πήγαμε στην τουαλέτα. Και μου λέει: θα ξεφτιλιστούμε. Και του λέω: Πάμε να συνεχίσουμε. Γιατί μου έχουν πει ότι ο ''Επιτάφιος'' περιέχει και δύο επιπλέον τραγούδια. Το ένα ήταν ''Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ'' και το άλλο το ''Μάνα μου και Παναγιά''. Αν δεν ήταν αυτά τα δύο τραγούδια, θα είχαμε φύγει με τον Χιώτη», λέει ο Μπιθικώτσης στο «Εγώ, ο Σερ».
Ο «Επιτάφιος» κυκλοφόρησε μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων του ’60 (ο πρώτος δίσκος μακράς διαρκείας που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα). Και όταν άρχισαν να έρχονται στο κέντρο όπου εμφανιζόταν αρκετοί άνθρωποι που τους έβλεπε για πρώτη φορά, το ραδιόφωνο να διαφημίζει τα τραγούδια και οι εφημερίδες να γράφουν ατελείωτα, καταλαβαίνει. Το «Άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης» γίνεται το ορόσημο για τη σύζευξη της μεγάλης μουσικής με τη μεγάλη ποίηση.
Φθινόπωρο του ’60, ξεκίνησαν ένα καραβάνι φίλων να πάνε στο Αιγάλεω, όπου ο Μπιθικώτσης θα τραγουδούσε πρώτη φορά τα τραγούδια. Ο Μίκης Θεοδωράκης σημειώνει στο κείμενό του «Κέντρον διασκεδάσεως Μυρτιά»(«Μαχόμενη κουλτούρα»). Ατμόσφαιρα θλιβερή.
«Οι μάγκες χόρευαν και τα μπουζούκια -ξεκούρδιστα και απροσδιόριστα- συνόδευαν με ευλάβεια τα τσακίσματα και τις φιγούρες. Σε μια στιγμή, μέσα στις φωνές και τα χάχανα, μιλάει ο Μπιθικώτσης στο μικρόφωνο, τα μπουζούκια αυτοσχεδιάζουν πάνω στην εισαγωγή σε σημείο να μην την αναγνωρίσω και εγώ ο ίδιος, και τέλος ο Ρίτσος εισβάλλει στο άντρον της μαγκιάς και της ζόρικης εξήγησης. Όπως ήταν φυσικό, παρατεταμένες διαμαρτυρίες ακολούθησαν και υποδείξεις που δεν χωρούσαν συζήτηση. Οι μάγκες ήρθαν για να τα σπάσουν και όχι για να μελαγχολήσουν. Αποχωρήσαμε σκυφτοί και μελαγχολικοί».
Αν κάτι τους ξεχώριζε, αυτό ήταν η πίστη, η τόλμη και η επιμονή τους. Δύο μήνες μετά, οι ίδιοι ξαναπάνε στο Αιγάλεω. «Από την είσοδο του κέντρου ένα τραγούδι μού κάνει ευθύς εντύπωση», γράφει ο Μίκης. «Ξαφνικά ακούγεται (κάπως καλύτερα) η εισαγωγή του και η φωνή του Μπιθικώτση με την τέλεια άρθρωση ξετυλίγει τους στίχους: ''Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω''. Μπαίνουμε στα νύχια των ποδιών μας. Στο κέντρο ο κόσμος καθόταν πυκνά ο ένας πλάι στον άλλο, οι παρέες δεν ξεχώριζαν κι όλα τα πρόσωπα γυρισμένα στον τραγουδιστή άκουγαν, θα 'λεγα ευλαβικά, το τραγούδι. Η συγκίνησή μου δεν είχε όρια. Στο τέλος χειροκροτήματα μαζί με τους τίτλους του ''Επιτάφιου'' που ήθελαν ν’ ακούσουν. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αληθινό θαύμα. Οι μάγκες είχαν σαρωθεί, εξαφανιστεί. Νοικοκυραίοι, υπάλληλοι, επιστήμονες, εργάτες και φοιτητές κάναν στα διαλείμματα συζητήσεις γύρω από το μέλλον ποίησης και μουσικής.
Ελλάδα, αναγέννηση, λαϊκός πολιτισμός. Ήσαν τα θέματα που άκουγαν οι ίδιες καρέκλες, τα ίδια τραπέζια που σήκωσαν ζοριλίκια και χοντρές χειρονομίες. Έτσι σηκώθηκα και εγώ δυο - τρεις φορές να τραγουδήσω το ''Παλληκάρι'' αγκαλιά με τον Γρηγόρη και θυμόμουν τα παλιά τα χρόνια στις γειτονιές, στις μακρινές εξορίες, που πλέκαμε τις ώρες με τα τραγούδια. Πράξη ψυχικής επαφής του καλλιτέχνη με το κοινό του, έτσι ένιωθα κάθε φορά ύστερα από τέτοιου είδους δημόσιο βάπτισμα. (…) Το τρομερό ταμπού είχε οριστικά θρυμματιστεί, τα φτιαχτά σύνορα ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο μεγάλο κοινό είχαν καταργηθεί, και ο δρόμος είχε ανοιχτεί προς το καινούργιο στάδιο».
Ο Μπιθικώτσης ζει στιγμές μεγάλης λατρείας, με τον κόσμο να γεμίζει ασφυκτικά το μαγαζί όπου εμφανίζεται και να φωνάζει το όνομά του. Την πρώτη βραδιά που είπε εκεί τον «Επιτάφιο» τη θυμόταν πάντοτε, αφού ένιωθε ότι είχε ζήσει ένα πολύ μεγάλο όνειρο: «Τόσα χειροκροτήματα, τέτοια ένταση και τόσο ενθουσιασμό δεν τα είχα ξαναδεί και νιώσει ποτέ μου, σε οποιοδήποτε καλλιτεχνικό είδος, όσο διάστημα ήμουν στα πράγματα», ανέφερε στο βιβλίο του Πάνου Γεραμάνη.
Ο «Επιτάφιος» είχε πολλές περιπέτειες ακόμη. Θα θυμηθούμε τη διπλή παρουσίασή του, στην ηχογράφηση με τον Μπιθικώτση που έγινε υπό την εποπτεία του Μίκη, και στην ηχογράφηση με τη Μούσχουρη, που έγινε σε ενορχήστρωση και υπό την εποπτεία του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις κέρδισε τους κριτικούς, ο Θεοδωράκης το κοινό. Κατόπιν και οι κριτικοί παραδέχθηκαν ότι δεν είχαν δίκιο. Ο Θεοδωράκης υπερασπίστηκε με πάθος τον ερμηνευτή του: «Η φωνή του Μπιθικώτση νομίζω πάει να γίνει η συνισταμένη αυτής της φωνής του Έλληνα, ας το πω έτσι, του λεβέντη: του ξωμάχου, του φαντάρου, του φοιτητή, του εργάτη. Του καθένα μας», έγραφε. Απαντώντας στις αιτιάσεις πώς είναι δυνατόν να έβαλε τον Μπιθικώτση, τραγουδιστή «ανάξιο», να ερμηνεύσει ένα τόσο σπουδαίο ποίημα, ο Θεοδωράκης ξεσπαθώνει στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (τεύχος 73- 4):
Μεσολαβούν κάποιοι κύκλοι τραγουδιών και ύστερα έρχεται η σειρά του «Αξιον εστί», που ο Μίκης έγραψε την περίοδο 1960-1963 και θεωρείται το κορυφαίο και, πάντως, πιο σύνθετο έργο του. Τόσα χρόνια και τόσες εκτελέσεις του έργου μετά, μπορεί να πει πια κανείς με βεβαιότητα ότι κανένας δεν μπορεί να πει τα λαϊκά τραγούδια του έργου σαν τον Μπιθικώτση. Το «Αξιον εστί» άλλαξε ριζικά το τοπίο της έντεχνης λαϊκής μουσικής. Ο Ανδρέας Μπράντες σημειώνει σε κριτική του, που χρησιμοποιείται στο ένθετο του CD, ότι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, που έχει ήδη τραγουδήσει τους κύκλους «Επιτάφιος», «Επιφάνια», «Πολιτεία» και «Αρχιπέλαγος», «με το Άξιον εστί μάς αποκαλύπτει τις δυνατότητες ενός πραγματικά μεγάλου ερμηνευτή, αντάξιου των ποιητικών και μουσικών κειμένων που ερμηνεύει με απαράμιλλη εκφραστική δύναμη, ήρεμο πάθος και δραματική διαύγεια».
Η «Ρωμιοσύνη» είναι η τρίτη μεγάλη μελοποίηση ποιήματος από τον Μίκη Θεοδωράκη. Οι στίχοι του Ρίτσου μελοποιούνται υπό δραματικές συνθήκες (ανήμερα των Φώτων του 1966, όταν ο Θεοδωράκης έχει χτυπηθεί από την Αστυνομία στον Πειραιά, μετά τον αγιασμό των υδάτων, επιστρέφει σπίτι αιμόφυρτος και κάθεται στο πιάνο. Η αντρίκεια, δωρική φωνή του Μπιθικώτση θα τραγουδήσει και πάλι τους καημούς και τις ελπίδες της φυλής, θα αγαπηθεί από όλη την Ελλάδα.
Η δικτατορία που ακολουθεί κόβει το νήμα της εξέλιξης του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού και βυθίζει και το τραγούδι, όπως και τη χώρα, στον ζόφο.
Όταν ο εφιάλτης θα τελειώσει και η δημοκρατία θα αποκατασταθεί, κάποιοι θα επικρίνουν τον Θεοδωράκη γιατί συνεργάζεται και πάλι με τον Μπιθικώτση, «που έλεγε τραγούδια στις γιορτές της χούντας, στο Καλλιμάρμαρο». Ο Θεοδωράκης δεν δίνει καμιά σημασία σ' αυτές τις φωνές. Ακούει με κατανόηση και επιείκεια τις εξηγήσεις του φίλου του (κάτι σαν: ήμουν πίσω, στο βάθος, και δεν τραγουδούσα δυνατά) και συνεχίζει την επαφή σαν να μη μεσολάβησε τίποτα. Μια φιλία στηρίζεται προπάντων στην αγάπη και στην κατανόηση. Και από αυτά, διαθέτει ανεξάντλητα αποθέματα.
Διαβάστε ακόμη:
- Μίκης - Σεφέρης: «Προσοχή στην άνω τελεία»
- Μίκης - Ρίτσος: «Ζητώντας τον Θεό, ζητούσα εσένα»