Τον γνωρίσαμε το 2014 με «Το μίσος» και επιμένει ότι τον επιθεωρητή του Άντερς Οικονομίδη τον συνάντησε ταξιδεύοντας με το τρένο από το Έρεμπρο προς τη Στοκχόλμη.
Εμείς τον συναντάμε στα βιβλία του «Το κάστρο» (2016), «Ο χορός των νεκρών» (2017), «Η σκιά» (2018), «Αμαρόκ» (2020). Όλα από τις εκδόσεις Διόπτρα. Τον συγγραφέα, όμως, τον συναντάμε και ως μεταφραστή σε πολλά αστυνομικά.
Ο Βαγγέλης Γιαννίσης στο βιβλίο του «Η γυναίκα του Ίνσταλ» (2019) υπερέβη εαυτόν συγγραφικά. Πατώντας πάνω σε πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στη Νορβηγία, συγκεκριμένα στο Μπέργκεν, τον χειμώνα του 1970 και με αφορμή το απανθρακωμένο πτώμα μιας άγνωστης γυναίκας στην κοιλάδα του Ίσνταλ- την Κοιλάδα του θανάτου, όπως την αποκαλούν, και της οποίας ο θάνατος ακόμα παραμένει ένα αίνιγμα, ο συγγραφέας αποφασίζει να δώσει την δική του εκδοχή.
Το πείραμα επαναλαμβάνει φέτος και στην ελληνική του εκδοχή. Γίνεται ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που συνεργάζεται στενά με τους αξιωματικούς του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας για να παρουσιάσει πέντε αληθινές ιστορίες βγαλμένες από τα αρχεία του Ανθρωποκτονιών. Ειδεχθή εγκλήματα ζωντανεύουν στα μάτια του αναγνώστη, σε ένα ταξίδι στα άδυτα πέντε υποθέσεων που συγκλόνισαν τη χώρα.
Ο συγγραφέας μιλάει στο Liberal για το έγκλημα, τα κίνητρα και για το αστυνομικό μυθιστόρημα.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Από τι σκοτώνουν οι άνθρωποι σήμερα, κύριε Γιαννίση; Έχουν αλλάξει τα κίνητρα;
Είναι ίσως το μοναδικό πράγμα που δεν έχει αλλάξει (και ούτε πρόκειται να αλλάξει στο μέλλον) στην ανθρώπινη φύση. Οι άνθρωποι σκοτώνουν για το κέρδος, για το σεξ, από μίσος ή από λύπηση. Βέβαια, η προσπάθεια να εξηγήσουμε τον κάθε φόνο ξεχωριστά απαιτεί μεγάλη προσπάθεια και πολλές φορές δεν αρκεί να βρούμε το κίνητρο.
- Ειδεχθέστερα εγκλήματα διαπράττει η ζωή ή η φαντασία;
Πάντα η ζωή. Τα παραδείγματα είναι άπειρα: η δολοφονία της Junko Furuta στην Ιαπωνία, της Kim Wall στη Δανία, οι φόνοι που διέπραξε ο Albert Fish, για να αναφέρω μερικά. Η φαντασία πολλές φορές χωλαίνει —ή απλά, μιμείται τη ζωή, αλλά σε μια πιο λάιτ εκδοχή, για να μην ανακατεύονται και πολύ τα στομάχια.
- Γιατί μετά την πανδημία αυξήθηκε η εγκληματικότητά μας;
Με ειλικρίνεια θα απαντήσω πως δεν γνωρίζω και αν προσπαθήσω να το εξηγήσω, πιθανότατα θα καταλήξω σε κάποια ανακριβή εκτίμηση. Εξάλλου, είναι ακόμα πολύ νωρίς για να βγάλουμε συμπεράσματα για το φαινόμενο κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ακόμα συλλέγουμε δεδομένα.
- «Η Γυναίκα του Ίσνταλ» υπήρξε η… μητέρα του βιβλίου «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173», ποια η επί πλέον πρόκληση του αληθινού εγκλήματος για τον μυθιστοριογράφο όσον αφορά την πρώτη ύλη του;
Η Γυναίκα γράφτηκε με απόσταση σχεδόν πενήντα χρόνων από το σήμερα, οπότε οι πρωταγωνιστές και οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες που βασίστηκαν σε ορισμένους από αυτούς έχουν πεθάνει στην πλειοψηφία τους. Εδώ, όμως, οι ερευνητές όχι μόνο είναι ζωντανοί, αλλά έπρεπε να τους αποδώσω στο χαρτί όπως είναι —ατόφιους χαρακτήρες. Έπειτα, οι συγγενείς των θυμάτων είναι ζωντανοί, επομένως έπρεπε να χειριστώ το υλικό μου με ακόμη μεγαλύτερο σεβασμό. Τέλος, σε αντίθεση με τη Γυναίκα, εδώ δεν είχα περιθώριο για δημιουργικές ελευθερίες: δεν παίζει ρόλο που τα γεγονότα περιγράφονται μυθιστορηματικά. Δεν μπορούσα και ούτε έκανα αποκλίσεις, πέρα από τις απολύτως απαραίτητες προκειμένου να προστατευτεί η ανωνυμία των εμπλεκομένων.
- Οι Έλληνες σκοτώνουν διαφορετικά και για άλλους λόγους απ’ ότι οι Βορειοευρωπαίοι;
Όχι, σε αυτό μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι.
- Είχατε εκπλήξεις τελειώνοντας το καινούργιο βιβλίο σας «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173»;
Πολλές. Ένα βιβλίο που γράφεται με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να μην έχει εκπλήξεις. Αρκετές τις κρατάω για εμένα και λίγους κοντινούς μου ανθρώπους, οι οποίοι παρακολουθούσαν τη δημιουργία της Λεωφόρου.
- Η πανδημία, η καραντίνα, μας έκανε πιο φοβικούς; Πιο μοναχικούς; Πιο βίαιους; Αν ήταν νουάρ μυθιστόρημα η ζωή μας σήμερα, ποιος θα ήταν ο τίτλος της;
Σίγουρα μας έκανε πιο ατομιστές. Ένα κομμάτι του πληθυσμού σίγουρα ζει πιο φοβικά και μετρημένα, ένα άλλο βλέπω ότι τουλάχιστον στο δεύτερο lockdown συνέχισε να ζει όπως πριν. Δεν έχουμε επηρεαστεί όλοι το ίδιο.
- Κύριε Γιαννίση, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Μου αρέσει να γράφω στον χώρο μου, ιδανικά το πρωί (αν και λόγω δουλειάς συνήθως περιορίζομαι τις βραδινές ώρες) με μουσική (ανάλογα τη διάθεση) και κάποιο ρόφημα, καφέ ή τσάι. Συνήθως κάθομαι στο γραφείο μου, εκτός από τα καλοκαίρια που το χτυπάει ο ήλιος, οπότε απλώνομαι στον καναπέ.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Πάντα χρειάζομαι ένα πλάνο. Παλιότερα μπορούσαν να με π’aνε οι χαρακτήρες ή η υπόθεση, που λένε πολλοί, αλλά πλέον δυσκολεύομαι να λειτουργήσω έτσι. Μου αρέσει το πρόγραμμα, μου αρέσει να ξέρω τι μου γίνεται.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Δεν ξέρω αν πιάνεται η Λεωφόρος, μιας και γράφτηκε εντελώς διαφορετικά από όλα τα προηγούμενα. Ωστόσο δεν ξέρω αν θα τον χαρακτήριζα παράξενο. Ίσως πιο κοντά σε αυτόν τον χαρακτhρισμό βρίσκεται ο Χορός των Νεκρών, που λόγω διαφόρων εξωτερικών παραγόντων ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο χρόνια, το μεγαλύτερο διάστημα που μου έχει πάρει για να γράψω ένα βιβλίο.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Σίγουρα το παρελθόν είναι μία εμμονή μου. Πράγματα που έχουν γίνει και που έχουν ξεχαστεί. Όπως και τα θύματα. Πολλές φορές τείνουμε να θυμόμαστε τους θύτες και να ξεχνάμε εντελώς τα θύματα.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Το βασικό: Να με ελκύει να τη διαβάσω ως αναγνώστης.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Να είναι άνθρωπος της διπλανής πόρτας και να μου τραβάει το ενδιαφέρον, να θέλω να την ή τον γνωρίσω καλύτερα.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Θα έλεγα τον Άντερς, γιατί ήταν ο πρώτος: μου παρουσιάστηκε ξαφνικά, ενώ είχα βρει ήδη την υπόθεση του βιβλίου και είχα επιλέξει (βέρο Σουηδό) πρωταγωνιστή, σε μία εντελώς άσχετη στιγμή, καθώς ταξίδευα με το τρένο. Όλοι οι υπόλοιποι εμφανίστηκαν κάπως αντικλιμακτικά.