Η Επανάσταση του 1821, η οποία στην πραγματικότητα συνεχίζεται μέχρι το 1920, αν όχι και μέχρι το 1958 με τον αγώνα για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, παρέμεινε ανολοκλήρωτη παρά τους μεγάλους και κάποτε υπεράνθρωπους αγώνες των Ελλήνων.
Το ελληνικό έθνος, μετά από «θυσίες και αγώνες ακαταλόγιστους», σύμφωνα με τον Δημήτριο Βικέλα, απελευθέρωσε ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών εδαφών και δημιούργησε ένα στοιχειωδώς δημοκρατικό κράτος· δεν κατόρθωσε εντούτοις, εξαιτίας της τραγικής ήττας του 1922, να ολοκληρωθεί. Δεν κατόρθωσε να απελευθερώσει την Ιωνία και την ιστορική του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, ώστε να μεταβληθεί σε ένα γεωπολιτικά και οικονομικά ισχυρό κράτος –προϋπόθεση της αυτεξουσιότητάς του σε μια περιοχή που αποτελεί τον γεωπολιτικό ομφαλό του πλανήτη– και συναφώς να αναλάβει αποτελεσματικά την ιστορία και τον πολιτισμό ενός μεγάλου έθνους. Η αίσθηση του ανολοκλήρωτου αφήνει μια πικρή επίγευση στα μυαλά και τις καρδιές των Ελλήνων, με συνέπεια τα 3000 ή τα 6000 χρόνια της ιστορίας μας να εμφανίζονται συχνά ως ένα ασήκωτο βάρος για τους ασθενικούς ώμους του κράτους μας, υπογραμμίζει ο Γιώργος Σεφέρης.
Το βιβλίο αναπτύσσεται σε δύο μέρη: Το πρώτο, «Η Μεγάλη Ιδέα», αφορά στην περιγραφή της μακράς ελληνικής επανάστασης εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας που αρχίζει από το 1821 και ολοκληρώνεται στα 1919-1920. Τότε φάνηκε προς στιγμήν πως αυτή η μακρά επανάσταση –η Μεγάλη Ιδέα– θα γνώριζε ένα αίσιο τέλος αλλά, σχεδόν ταυτόχρονα, το 1922, θα καταλήξει στη μεγάλη διάψευση. Το δεύτερο μέρος, ο «Εμφυλιακός Ιδεασμός», μικρότερο σε έκταση, αφορά την περίοδο 1922-2021 όταν ο λίγο πολύ σταθεροποιημένος γεωγραφικά ελληνισμός δοκιμάζει να βρει τη θέση του στον κόσμο των εθνών και της παγκοσμιοποίησης και, μετά από ποικίλες και κάποτε δραματικές ιστορικές περιπέτειες, κάτω από τον αστερισμό αλλεπάλληλων εμφυλίων διαμαχών, θα βρεθεί και πάλι μετέωρος – απέναντι στον ίδιο αντίπαλο που τον απειλεί πλέον με την ακύρωση των επαναστατικών κατακτήσεων της περιόδου 1821-1920.
Και σήμερα, οι Έλληνες βρίσκονται αντιμέτωποι με την απειλή της εξαφάνισης ακόμα και αυτού του έσχατου ενδιαιτήματος του ελληνισμού, του ελληνικού έθνους-κράτους και της ημικατεχόμενης Κύπρου, μέσα από τη δημογραφική κατάρρευση, την προοπτική μιας πλημμυρίδας από μη ενσωματώσιμους πληθυσμούς και προπαντός από την απειλητική επιστροφή του οθωμανικού ισλάμ.
Και η μόνη διέξοδος είναι να επιστρέψουν, αν το κατορθώσουν, στο πρόταγμα που έθετε η Γενιά του Γιώργου Σεφέρη, στη δεκαετία του 1930, να ολοκληρώσουν τουλάχιστον ιστορικο-πολιτισμικά, γεωπολιτικά, κρατικά, αυτό που δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν εδαφικά. Και έσχατα όπλα στη φαρέτρα αποτελούν η ιστορική και πολιτισμική συνέχεια, η υψηλή γεωπολιτική σημασία του ελληνικού χώρου, η γλώσσα, η πνευματική παράδοση, η ορθόδοξη ιδιοπροσωπία – πέραν της δυτικής νοησιαρχίας και του ανατολικού ολοκληρωτισμού
Και δυστυχώς για όσους, στη συστημική τύφλωσή τους, πιστεύουν πως η επανάστασή μας έχει «ολοκληρωθεί», ή για όσους, στην απελπισία τους, την θεωρούν παντελώς αποτυχημένη, για να καταδειχθεί το αβάσιμο αυτών των ισχυρισμών, θα αρκούσε το γεγονός πως απέναντί μας αντιμετωπίζουμε την ίδια οθωμανική Τουρκία που θέλει να ακυρώσει τις όποιες κατακτήσεις της Επανάστασης και να την μεταβάλει σε ιστορική παρένθεση. Το ιστορικό δράμα έχει μείνει ημιτελές και πέπρωται να ολοκληρωθεί.
Ακόμα και για εκείνους που έτρεφαν την τρυφηλή αυταπάτη της παράδοσης σε ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος κατέστη σαφές πως, εάν δεν οικοδομηθεί ένα κράτος ικανό να αντισταθεί στον τουρκικό επεκτατισμό, δεν είναι δυνατό να συμμετάσχουν ενεργά οι Έλληνες στις διαδικασίες της μακράς ιστορικής συγκρότησης της Ευρώπης η οποία θα απαιτήσει πολλές δεκαετίες.
Με βάση τον δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων, δεν υπάρχουν περισσότερες διέξοδοι, μόνο δύο δρόμοι απομένουν: Ο ένας είναι η σταδιακή αλλά ταχεία ιστορική μας εξαφάνιση, η υπαγωγή μας σε έναν ευρύτερο νεο-οθωμανικό χώρο, με τελική κατάληξη τη μεταβολή της Ελλάδας σε χώρο μετάβασης μεταξύ της ισλαμικής Ανατολής και της υπό πολιορκίαν χριστιανικής Δύσης· ο δεύτερος είναι η ιστορική επιβίωση του ελληνισμού μέσω του ελλαδικού και του κυπριακού κράτους, η οποία μπορεί να καταστεί εφικτή μόνο εάν και εφόσον ολοκληρωθεί η ανολοκλήρωτη μέχρι σήμερα Επανάσταση που άρχισε το 1821.
Εν κατακλείδι, για να ολοκληρώσουμε την επανάστασή μας, υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Η πρώτη μας υποχρεώνει να στηριχθούμε αποφασιστικά στη μακρά ιστορική μας διαδρομή και τον πολιτισμό μας, διαδρομή που αφορά προεξόχως και την άμεσα ψηλαφούμενη ιστορική εμπειρία των τελευταίων διακοσίων χρόνων. Η δεύτερη επιτάσσει να ολοκληρώσουμε τον εκσυγχρονισμό της παράδοσής μας, καταβάλλοντας τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που απαιτούνται για την ανάταξη των κρατικών οντοτήτων του υπαρκτού ελληνισμού, δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου. Η τρίτη είναι η αναφορά σε ένα ευρύτερο όραμα, οικουμενικού χαρακτήρα, που προσφέρει προοπτική και κατευθυντικότητα στους αγώνες του παρόντος και στην οποία θα μπορούσε να στρατευθεί αποτελεσματικά και η ελληνική Διασπορά.
Πλέον, δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα φυγής ή υπεκφυγής στα όποια ναρκωτικά ή στην «ευρωστία της σαρκός»· για να επιβιώσουμε, πρέπει να καταστούμε αντάξιοι του παρελθόντος του γένους μας και της μακράς επαναστατικής και αντιστασιακής παράδοσης του νεότερου ελληνισμού.