Του Γιάννη Σιδέρη
Ο τροχός άρχισε να γυρίζει αφού του δώσαμε την αρχική εκκίνηση, αλλά δεν είναι πλέον στο χέρι μας να σταματήσει. Υπό την κηδεμονία του θείου Σαμ απέκτησε τη δική του καταστρεπτική δυναμική.
Όπως δήλωσε χθες ο Ζάεφ, οι συζητήσεις για την συμφωνία των Πρεσπών, ξεκινούν στην Βουλή των Σκοπίων στις 9 Ιανουαρίου. Μιλώντας δε σε τηλεοπτικό σταθμό της χώρας του, δήλωσε ότι η συμφωνία ενισχύει την αξιοπρέπεια της χώρας του, και σημείωσε με έμφαση ότι «κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει ούτε την ταυτότητα ούτε τη γλώσσα μας που είναι μακεδονική» (Ας όψεται η κυβέρνηση Τσίπρα, θα έπρεπε να συμπληρώσει…).
Ο Πρωθυπουργός ήδη μαδάει τη μαργαρίτα για το πότε θα κάνει εκλογές. Όλα ήρθαν στραβά κι ανάποδα. Περίμενε μια περίλαμπρη νίκη στο Μακεδονικό, που θα γραφόταν στην ιστορία ως ο νέος… Αλέξανδρος της πολιτικής που έκοψε τον γόρδιο δεσμό δεκαετιών, εκεί που απέτυχαν οι παλιές καραβάνες, και του προέκυψε η μίζερη ανάγκη να μετράει ψήφο την ψήφο, να δει αν του βγαίνουν οι 151 για να περάσει μια συμφωνία που τελικά τον χαντακώνει.
Αναγκάζεται να μετράει τις διαθέσεις του Σταύρου και των συν αυτώ (Μαυρωτά, Λυκούδη, της Ελενας (Κουντουρά), της Κατερίνας (Παπακώστα), και των Θανάσηδων (Παπαχριστόπουλου, Θεοχαρόπουλου), ή να γίνεται άθυρμα στις εκλογικές ανάγκες του συντρόφου Πάνου. Και παράλληλα να συνειδητοποιεί ότι και να του βγουν τα κουκιά, θα βγουν οριακά, με την ψυχή στο στόμα. Και με τον ίδιο (και το κόμμα του) να σέρνει τη ρετσινιά του «εθνικού μειοδότη» από το 70% των συμπολιτών του.
Μια ρετσινιά που θα τους ακολουθεί στον μέλλον, γιατί έπαιξαν με απρονοησία και δοκησισοφία αυτά που πολλοί συμπολίτες τους θεωρούσαν ως «ιερά και όσια».
Οι χαμένοι είναι συνήθως μόνοι, καθώς τους εγκαταλείπουν οι αμφιταλαντευόμενοι. Ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του, ως μελλοντικώς χαμένοι, νιώθουν ήδη μόνοι μετά τις αμφιταλαντεύσεις του Σταύρου.
Η συμφωνία των Πρεσπών, περισσότερο και από το τρίτο μνημόνιο, είναι εμβληματικό στοιχείο της πολιτικής του και ιστορικών διαστάσεων για τη χώρα. Αν δεν κατορθώσει να την περάσει από τη Βουλή, εξισούται με την απώλεια της δεδηλωμένης. Η κήρυξη εκλογών θα είναι μονόδρομος.
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος δήλωσε αυτό που και το liberal είχε σημειώσει στις 17 Δεκεμβρίου, ότι η κύρωση της Συμφωνίας, εφόσον περάσει από τη Βουλή των Σκοπίων (15 Ιανουαρίου), θα έρθει στην ελληνική Βουλή αμέσως.
Η Συμφωνία είναι υπογεγραμμένη και σε τέτοιες συνθήκες κατά τις οποίες μετέχουν και οι υπόλοιποι εταίροι (των χωρών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ), συνήθως δεν χωράνε ελληνικές τσιριμόνιες, τεχνάσματα και παραπομπή στις καλένδες. Η μόνη περίπτωση καθυστέρησης εκ μέρους της Ελλάδας στην επικύρωση για την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, θα έχει την συναίνεση των ΗΠΑ. Αυτό στην περίπτωση που η υπερδύναμη θελήσει να κατανείμει το πολιτικό κόστος και να συγχρεώσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, προκειμένου να κατασιγάσουν οι αντιδράσεις (αν υποθέσουμε ότι τη διοίκηση Τραμπ απασχολούν τέτοιες λεπτές διευθετήσεις).
Φυσικά κάτι τέτοιο είναι κρυφός στόχος και προσμονή του κ. Τσίπρα. Η ΝΔ να επικυρώσει την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, ώστε να επιτύχει αυτό που προσδοκούσε όταν ξεκινούσε ελαφρά τη καρδία (και διανοία) την «επίλυση» του Μακεδονικού: Να διασπαστεί η ΝΔ, με τους μακεδονομάχους βουλευτές της να αντιδρούν και να αποχωρούν.
Αυτή η ελπίδα του κ. Τσίπρα ωστόσο έχει δύο τρωτά: Αφενός η κατάκτηση της εξουσίας θα λειτουργήσει ως συγκολλητική ουσία στους βουλευτές της ΝΔ (όπως τόσο ανερυθρίαστα και τυχοδιωκτικά λειτούργησε στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και έφερε το «ναι σε όλα»). Αφετέρου η κύρωση της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ είναι ήσσον κακό. Ο λαός δεν είχε πρόβλημα ένταξης στο ΝΑΤΟ. Στην ονομασία και κυρίως στα παρελκόμενα (ταυτότητα, γλώσσα), είχε.
Εάν πέσει ο κλήρος την ένταξη στο ΝΑΤΟ να την κυρώσει η ΝΔ, σίγουρα δεν θα κάνει τους ΝΔτες να πετάξουν από τη χαρά τους. Θα έχουν πάντως τη δικαιολογία ότι αφού παρεχωρήθη το μείζον παρά τις δικές τους αντιρρήσεις (Όνομα κλπ), είναι υποχρεωμένοι στο όνομα της συνέχειας του κράτους να συναινέσουν στο ελάχιστο, που είναι η ένταξη στο ΝΑΤΟ. Το πολιτικό κόστος θεωρείται ότι θα είναι διαχειρίσιμο.
Έτσι καθώς δύει το έτος, δύει και η ελπίδα τα κυβέρνησης να ανακάμψει, αφού ανατέλλουν τα προβλήματα που η ίδια δημιούργησε.