Του Γιάννη Σιδέρη
Οι διεθνείς συναντήσεις ηγετών είθισται να είναι το επιστέγασμα μιας μακράς διπλωματικής διαδικασίας, κατά την οποία πολιτικά στελέχη και υπηρεσιακοί διπλωματικοί παράγοντες, έχουν διαμορφώσει ένα πλαίσιο συμφωνιών, στο οποίο οι ηγέτες κατά την συνάντησή τους, βάζουν την τελική πινελιά και την υπογραφή τους.
Αυτή την πάγια διπλωματική τακτική ανατρέπει ερασιτεχνικώς η ελληνική κυβέρνηση, υποδεχόμενη τον τούρκο ηγέτη Tayyip Erdogan στις αρχές Δεκέμβρη, άνευ συγκεκριμένου, ή γνωστοποιημένοι λόγου. Ουσιαστικά ο κ. Erdogan είχε αυτοπροσκληθεί από τον Σεπτέμβρη του 2016, όταν κατά την συνάντησή του με τον κ. Τσίπρα, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, του είχε ζητήσει να τα πούνε «κάποια στιγμή».
Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς, ζήτησε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, να προσκαλέσει τον τούρκο ομόλογό του, όπερ και έγινε. Η κυβερνητική προπαγάνδα εκπέμπει ως επιτυχία την αποδοχή της πρόσκλησης, καθώς πρόκειται για μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή, όπου αναδύονται «καυτά θέματα», όπως το προσφυγικό και οι εκ νέου αυξανόμενες ροές, οι συμμαχίες και η στρατιωτική συνεργασία τη Ελλάδας με χώρες τη ΝΑ Μεσογείου (π.χ. Αίγυπτος), η τρομοκρατία και οι ευρωτουρκικές σχέσεις, οι εντεινόμενες μαζικές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου και η κρίση στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση.
Ουδείς αντιλέγει ότι τα θέματα που άπτονται των σχέσεων των δύο χωρών είναι καυτά, με την Τουρκία να βρίσκεται σε αστάθεια διαρκείας: Συρία Κουρδικό, δυσαρέσκεια του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. Να θυμίσουμε ότι στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. στις 19 Οκτωβρίου, οι ευρωπαίοι ηγέτες ζήτησαν να εξεταστεί το ενδεχόμενο να γίνουν περικοπές στα κεφάλαια που χορηγούνται στην Άγκυρα στο πλαίσιο της ενταξιακής της διαδικασίας. Η πιο σκληρή ήταν η Αυστρία , που απαίτησε να τερματιστεί η ενταξιακή διαδικασία. Η ίδια η καγκελάριος Merkel είπε πως η Τουρκία κινείται σε λάθος κατεύθυνση, απομακρυνόμενη από το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και το κράτος Δικαίου (εξαιτίας κυρίως την εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν το πραξικόπημα).
Ωστόσο, δεν είναι κατανοητό γιατί όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να συζητηθούν κατά την επικείμενη Σύνοδο του Ανωτάτου Κυβερνητικού Συμβουλίου Συνεργασίας που θα λάβει χώρα τον Φεβρουάριο στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης προεργασίας.
Ο Erdogan θέλει να διατηρήσει τις γέφυρες με την Δύση, να εξομαλύνει τις σχέσεις του με τις Βρυξέλλες και τμήμα - μόνο - του διοικητικού κυβερνητικού μηχανισμού της Ουάσιγκτον. Αυτές δεν φαίνεται να έχουν αποκοπεί ολοσχερώς από ισχυρό τμήμα του αμερικανικού κατεστημένου, καθώς η αμερικανική ηγεσία υπό τον Trump δεν θέλει να χάσει το προπύργιό της στην ευρύτερη Ασία, παρά τις απιστίες που κάνει προς τον Putin (προμήθεια των αντιαεροπορικών Συστημάτων S-400).
Εξ αυτού και η εκώφευσε στις δημόσιες δηλώσεις του έλληνα πρωθυπουργού για την επιθετικότητα της Τουρκίας και τον αντίστοιχο σταθεροποιητικό ρόλο της Ελλάδας. Στο παρασκήνιο κυκλοφορεί η, μάλλον έγκυρη πληροφορία, που ανέφερε το omegapress.gr, ότι ο αμερικανός πρόεδρος, απαντώντας τις αιτιάσεις του έλληνα πρωθυπουργού για την Τουρκία, είπε ενώπιον των αντιπροσωπειών =των δύο χωρών, ότι «Ο Erdogan είναι φίλος», δημιουργώντας τεράστια αμηχανία στην ελληνική αντιπροσωπεία. Εκτός όμως από αμηχανία, δημιούργησε και κενό στην ελληνική στρατηγική, η οποία φιλοδοξούσε να ασκήσει μεσολαβητικό ρόλο στην προσέγγιση της Τουρκίας με τις ΗΠΑ!
Η αποτυχία φάνηκε άλλωστε και από τις επίσημες δηλώσεις Trump, καθώς δεν υπήρξε πλαίσιο γεωπολιτικής αναβάθμισης της χώρας. Η αναβάθμιση των F-16 και της Σούδας, είναι παραχωρητικές ενέργειες προς την αμερικανική υπερδύναμη, άνευ ουσιαστικής ανταποδοτικότητας, (και αυτό ασχέτως αν η αναβάθμιση των αεροσκαφών είναι αναγκαία για την επιχειρησιακή ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας μας).
Η εξωτερική πολιτική που ασκεί η Ελλάδα αποτελεί ενός αδρός αρχή, του ΥΠΕΞ κ. Κοτζιά, καθώς ο πρωθυπουργός και το υπόλοιπο στενό επιτελείο του είναι άμοιροι γνώσεων και εμπειρίας επί των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Διπλωματικοί κύκλοι θεωρούν την ελληνική στάση κατευναστική και παθητική, και καθόλου ενεργητική και πολυδιάστατη, όπως την παρουσιάζει η κυβερνητική προπαγάνδα και τα ηχεία της. «Οι δημόσιες σχέσεις, και οι συνομιλίες για τις συνομιλίες, δεν είναι εξωτερική πολιτική», όπως είπε διπλωμάτης στο liberal.
Τέλος, αμφιλεγόμενο είναι και το τριήμερο (Πέμπτη ως Σάββατο) του ΥΠΕΞ με τον αλβανό ομόλογό του Ditmir Bushati στην Κρήτη, για θέματα που χαρακτηρίζονται ως δύσκολα.
Ο κ. Bushati, αναφερόμενος στον πρόσφατο νόμο για τις μειονότητες, που έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αντίστοιχη ελληνική, απάντησε ειρωνικά στις δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλου αλλά και του ΥΠΕΞ κ. Κοτζιά: «Εμείς παραμένουμε ανοιχτοί για να μελετήσουμε κάθε μοντέλο σχετικά με τις μειονότητες, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού μοντέλου... εάν υπάρχει κάτι τέτοιο».
Τα αποτελέσματα των συνομιλιών θα δείξουν αν είναι μια ακόμη συνήθης κινητικότητα άνευ αντικειμένου, ή αν μπορεί να υλοποιηθεί ένα ελληνικό… Κάμπ Ντέιβιντ.