Με μια τρύπια δεκάρα από τα παλιά προσομοιάζει η εικόνα της προοδευτικής πρότασης που αντιπροσωπεύουν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Από τη μια πλευρά έχει τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος οχυρωμένος πίσω από το ακαταλόγιστο της αριστερής ελπίδας τάζει ξανά αλόγιστα. Οι «σοφοί» της Κουμουνδούρου «βάφτισαν» συμβόλαιο αλλαγής μόνο και μόνο για να καμουφλάρουν τις δικές τους «Δήμητρες».
Η προβολή του είναι το πλέον ατράνταχτο πειστήριο της πραγματικής επιδίωξης των σχεδιαστών του που είναι ταυτόσημη με τις αυθεντικές «Δήμητρες» του Γιάνη Βαρουφάκη: η ανατίναξη κάθε δημοσιονομικής σταθεράς που δημιουργήθηκε την τελευταία τετραετία μαζί με την προοπτική που διαμόρφωσε η μεταρρυθμιστική προσπάθεια της ίδιας περιόδου.
Αυτή η πρόοδος είναι εξίσου μισητή με την πολιτική ευστάθεια την οποία ναρκοθέτησε η διακυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα με το κληροδότημα της απλής αναλογικής. Ζητούμενο είναι η «αποτέφρωση» όλων των επιτευγμάτων ώστε να αποτραπεί η μετάβαση της χώρας στο επόμενο στάδιο του εκσυγχρονισμού που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2019.
Ο Αλέξης Τσίπρας και οι κήρυκες του αριστερού λαϊκισμού δεν θα ακριβολογήσουν πότε για την πρόταση με την οποία διεκδικούν τη λαϊκή εντολή.
Αρκεί η προέλευση της και περισσεύει η κοστολόγηση της, για την οποία στη δημόσια σφαίρα είτε εκπέμπεται η αδυναμία μιας κυνικής άγνοιας, είτε η παρουσίαση της από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με καρδιογράφημα. Σε αυτό το προεκλογικό συνονθύλευμα προστίθεται και η πολιτικάντικη αυθεντία των σωτήρων της Κουμουνδούρου που υποτιμούν τους ψηφοφόρους.
Άλλωστε κατά το τσαπανίδειο θεώρημα, η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει επισυμβεί γιατί θα αποδοκιμαστεί για τέταρτη φορά η νέα αυταπάτη του Αλέξη Τσίπρα και των συν αυτώ, αλλά γιατί το εκλογικό σώμα θα έχει παραπλανηθεί από την κυβερνητική προπαγάνδα.
Ο ναρκισσισμός είναι τόσο υψηλός που έχει αναγορεύσει τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του στο επίπεδο του Μεσσία της πολιτικής ζωής. Αυτό μαρτυρά το ευκλείδειο αξίωμα, καθώς ο κ. Τσακαλώτος δεν βλέπει την καταστροφή στα τοπικά νομίσματα, αλλά στην επανεκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη που μείωσε 50 φόρους, αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά 20% και όλες τις ρημαγμένες συντάξεις του νόμου Κατρούγκαλου, και ύψωσε ένα «δίχτυ προστασίας» 57 δισεκατομμυρία κατά τη διάρκεια της υγειονομικής, ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης.
Παρόλα αυτά ο μαρξιστής Τσακαλώτος υποστηρίζει ότι: «Ο λαός δεν θα μας συγχωρήσει εάν έχουμε άλλα τέσσερα χρόνια Μητσοτάκη». Δεν είναι καταστροφικό όμως για τους πολίτες ο εν αναμονή πρωθυπουργός να διεκδικεί την ψήφο τους, με ομιλίες - καρμπόν με εκείνες που εκφωνούσε προ δεκαετίας από τις εξέδρες της αντιμνημονιακής εξαπάτησης.
Αυτήν που ξορκίζει στο όνομα των ίσων αποστάσεων ο Νίκος Ανδρουλάκης, αλλά επί της ουσίας πασχίζει να εξωραΐσει για να πείσει την κομματική βάση για την ορθότητα της συγκατοίκησης με τον πολιτικό αρχηγό που φόρτωσε στη χώρα το τελευταίο, αχρείαστο μνημόνιο.
Ο κ. Ανδρουλάκης ξιφουλκεί κατά του πρωθυπουργού και μοστράρει την ηγετική αποφασιστικότητα της αυτονομίας του ΠΑΣΟΚ για να μην αντικρύσει την αντανάκλαση του Αλέξη Τσίπρα στον δικό του πολιτικό καθρέφτη.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ καταλογίζει πελατειακό ελιτισμό στον Κυριάκο Μητσοτάκη, γιατί τυφλωμένος από την ίδια εμμονή που διακατέχει τον Αλέξη Τσίπρα, δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι έχει παρέλθει η εποχή που της αριστερής ηγεμονίας στον χώρο της προόδου. Ακόμη περισσότερο ότι ο ίδιος όχι μόνο δεν συμπεριλαμβάνεται αλλά δεν λειτουργεί υπέρ των δυνάμεων του προοδευτικού εκσυγχρονισμού.
Απέναντι στους ρητορικούς αφορισμούς του κ. Ανδρουλάκη αντιπαραβάλλεται η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων που δεν αποτελεί λεκτικό σχήμα αλλά τεκμηριωμένη αλήθεια από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας.
Οι μονοδιάστατες επιθέσεις του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ προσκρούουν στις πολιτικές που ήδη υλοποιούνται για να εξαλειφθούν οι διακρίσεις σε βάρος των ατόμων με αναπηρία, όπως η εθνική αρχή προσβασιμότητας αλλά και προγράμματα όπως του προσωπικού βοηθού.
Το ίδιο ισχύει και για άλλες πληθυσμιακές ομάδες όπως οι οροθετικοί ή οι άστεγοι. Πάνω από αυτούς η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας άνοιξε την «ομπρέλα» της προοδευτικής πολιτικής.
Προοδευτική πολιτική είναι και φύλαξη των συνόρων που δεν διασφαλίζει ότι δεν θα θιγούν τα συμφέροντα όλων των Ελλήνων πολιτών και όχι η ιδεοληπτική επιδίωξη για επιστροφή σε μία πολιτική ανοιχτών συνόρων που επέτρεψε να περάσουν από τη χώρα το 2015 σχεδόν 1 εκατομμύριο άνθρωποι, φαλκιδεύοντας την εθνική ασφάλεια. Όσες ταμπέλες κι αν εφεύρει ο κ. Ανδρουλάκης το αποτέλεσμα παραμένει αναμφισβήτητο. Αυτός και ο κύριος Τσίπρας είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μιας τρύπιας δεκάρας δηλαδή.