Του Βασίλη Γεώργα
Το καντήλι της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έχει αρχίσει και τρεμοσβήνει λίγο πριν σβήσει το δεύτερο κεράκι της στην εξουσία. Οι εκλογές έχουν πλέον μπει στο τραπέζι ως «απειλή» από τον Αλέξη Τσίπρα και ως «αναγκαιότητα» για την Αξιωματική Αντιπολίτευση. Το βέβαιο είναι ότι με τα υποχρεωτικά μέτρα 4 δισ. ευρώ που ζητούν να ληφθούν οι δανειστές προκαταβολικά για το 2019-2020, βρισκόμαστε κοντά σε πολιτικό αδιέξοδο, σε μια στιγμή που πολλά και σοβαρά μέτωπα χάσκουν ανοιχτά.
Αν αυτό σημαίνει ότι η χώρα χρειάζεται μια ισχυρή κυβέρνηση για να λάβει πολύ δύσκολες αποφάσεις, το συμπέρασμα είναι πως δεν την έχει με τους ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ των 153 βουλευτών γιατί το κόστος που καλείται να αναλάβει είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με τα προσδοκώμενα οφέλη.
Η εμπειρία έχει δείξει, όμως, ότι ακόμη και οι ισχυρές κυβερνήσεις δεν μπορούν να τα καταφέρουν σε τέτοιες έκτακτες συνθήκες χωρίς ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις. Συναινέσεις που δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να οδηγούν σε οικουμενικές κυβερνήσεις και ισοπεδωτικές συνεργασίες, αλλά θα πρέπει να εμπεριέχουν τουλάχιστον ένα ελάχιστα κοινώς αποδεκτό πλαίσιο συμφωνίας και επαφής μεταξύ των κομμάτων και της κοινωνίας. Αλλιώς μόνο μικρά πράγματα μπορούν να γίνουν στα μεγάλα ζητήματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε μπροστά μας.
Σε λίγες εβδομάδες θα γνωρίζουμε αν οι εκλογές μέχρι τον Μάρτιο θα δώσουν και πάλι πολιτική διέξοδο, σε μια χώρα που έχει αλλάξει επτά κυβερνήσεις σε επτά χρόνια για να υλοποιήσει δυόμισι μνημόνια.
Την απάντηση θα τη μάθουμε μέσα από τη νέα συμφωνία που θα κληθεί να υπογράψει ως τον Ιανουάριο η κυβέρνηση με τους ευρωπαίους πιστωτές και ειδικά με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ένας «συμβιβασμός» με κέρδη και παραχωρήσεις στα εργασιακά, δεν είναι τόσο δύσκολο να επιτευχθεί, ούτε μια ελάχιστη «λύση» για το χρέος όπως αυτή που προτείνουν οι δανειστές, και η οποία διαιωνίζει το πρόβλημα.
Όμως το ζητούμενο πλέον δεν είναι η δεύτερη αξιολόγηση, αλλά το μνημόνιο με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε συνάρτηση με τα μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις που θα περιέχει ώστε να εξουδετερωθεί η διαφορά ύψους 4 δισ. ευρώ που προκύπτει από τις διαφορετικές εκτιμήσεις για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% έναντι 1,5%).
Παρότι η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει γαντζωθεί από την εξουσία και θα κάνει τα πάντα για να την κρατήσει, αυτή είναι μια προσέγγιση που υπερτιμά τις πολιτικές αντοχές της κυβέρνησης μπροστά στο ενδεχόμενο να κληθεί να θεσπίσει αδιανόητα για την κοινοβουλευτική ομάδας της μέτρα.
Αν πράγματι δει τον Ιανουάριο ότι το αφήγημά της δεν βγαίνει με τη συμφωνία που της προτείνουν οι δανειστές και, πολύ περισσότερο, αν της ζητηθεί ως αντίτιμο για τις μικρές επιτυχίες (λ.χ. το χρέος και την ποσοτική χαλάρωση), να ψηφίσει περικοπές στις συντάξεις και τους μισθούς, η κυβέρνηση δεν θα έχει πολλά περιθώρια να διατηρήσει τα ηνία. Είτε γιατί πλέον δεν θα μπορεί γιατί δεν θα έχει τη στήριξη της κοινοβουλευτικής της ομάδας, είτε διότι δεν θα θέλει να σηκώσει περισσότερο βάρος από όσο της αναλογεί, σε μια περίοδο μάλιστα που θα ξεκινούν να εφαρμόζονται τα σκληρά και ήδη ψηφισμένα φορολογικά μέτρα.
Ενδεχομένως το αδιέξοδο να είναι μια λύση που βολεύει τους δανειστές και, υπό προϋποθέσεις, την αντιπολίτευση. Αν επικυρωθεί η αδυναμία στην πράξη, θα είναι μια επιβεβαίωση ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει κλείσει τον κύκλο όσων μπορούσε να προσφέρει με τις ψήφους της στο τρίτο μνημόνιο και την αναγνωρισμένη από όλους επιτυχία της στην ανάσχεση των κοινωνικών αντιδράσεων.
Η προοπτική εκλογής μιας νέας κυβέρνησης ισχυρότερης πλειοψηφίας, όπως αυτή έχει αρχίσει να αντικατροπτρίζεται στη δημοσκοπική υπεροχή της Ν.Δ, προσφέρει σε όλες τις πλευρές μια εναλλακτική, σε περίπτωση που η σημερινή κυβέρνηση αποδειχθεί πως δεν μπορεί να ανταπεξέλθει.
Δεν σημαίνει, όμως, πως μπορεί να φέρει αποτελέσματα από τη στιγμή που θα βρεθεί απέναντι σε μια αντιπολίτευση η οποία για να αναζητήσει λόγο ύπαρξης, θα υψώσει ψηλά το λάβαρο της αντιμνημονιακής επανάστασης.
Το Μέγαρο Μαξίμου σχεδόν υπονοεί πλέον ανοιχτά αυτή τη «λύση αντικατάστασης», σε κάθε συστηματική αναφορά του με την οποία επιχειρεί να ταυτίσει τις «σκληρές» θέσεις της ΝΔ με τα μέτρα που εισηγείται το ΔΝΤ σαν να λέει ότι «εγώ μέχρι εδώ μπορώ, τώρα ας αναλάβουν οι επόμενοι».
Με τα έως τώρα δεδομένα οι «επόμενοι», όμως, είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν μόνο μετά από εκλογές. Κάθε προοπτική συναίνεσης πριν από αυτές, έχει αποκλειστεί καθώς η Ν.Δ. θεωρεί ότι οι ισορροπίες που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση έχουν ανατραπεί και αυτό πρέπει να καταγραφεί στις κάλπες αν πρόκειται στη συνέχεια οι συζητήσεις για ευρύτερες συνεργασίες να εμβαθύνουν.
Η εμπειρία των μνημονίων έχει δείξει, πάντως, ότι κάθε φορά που χρειάζεται να ληφθούν δύσκολα μέτρα, τις αποφάσεις καλούνται να τις πάρουν νέες κυβερνήσεις.
Το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί είναι αν η Ν.Δ, είναι προετοιμασμένη, τώρα ή μερικούς μήνες μετά, να αναλάβει εκείνη το κόστος των μέτρων και των μεταρρυθμίσεων που απαιτούν οι ευρωπαίοι δανειστές και τα οποία θεωρούνται αναπόφευκτα.
Ακόμη και αν πράγματι η σημερινή Αξιωματική Αντιπολίτευση αποδειχθεί ότι έχει όντως «μεταρρυθμιστικό DNA» όπως διατείνεται, το θέμα δεν είναι μόνο τι πρόγραμμα θα υπογράψει, αλλά πόσα από αυτά θα μπορέσει να εφαρμόσει και τι θα μπορέσει να αλλάξει μέχρι το τέλος.
Το ερώτημα είναι πάντα τι κάνεις παρακάτω, ακόμη και αν πάρεις τις δύσκολες αποφάσεις. Και η απάντηση είναι ότι οι προκλήσεις δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν παρά μόνο με συνεννόηση στο πλαίσιο των δυνάμεων του καθενός.