Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ…
Shutterstock
Shutterstock

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ…

Οι εμπλεκόμενοι, με διάφορους τρόπους και από διαφορετικές θέσεις, στην πολιτική αντιπαράθεση για τη δικαιοσύνη, με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις στο θέμα της απαγόρευσης του «κόμματος Κασιδιάρη» να συμμετάσχει στις εκλογές και της στάσης ενός πρώην αντιεισαγγελέα και ενός αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου θα πρέπει να σέβονται μια κοινή θεσμική παραδοχή: Ότι η δικαιοσύνη είναι η ασφαλιστική δικλείδα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και ότι η δικλείδα αυτή δεν μπορεί να λειτουργεί αν δεν παραμένει ανεξάρτητη και ανεπηρέαστη.

Οι εξελίξεις αυτές επανέφεραν στο προσκήνιο, για μια ακόμα φορά, τις πληγές που εξακολουθούν να παραμένουν ανοιχτές στον θεσμό της «3ης εξουσίας» με τη δικαστική μεταρρύθμιση να εξακολουθεί να θυσιάζεται στον βωμό προσωπικών φιλοδοξιών και κομματικών σκοπιμοτήτων. Αυτός είναι και ο λόγος που η εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη περιορίζεται μόλις στο 53%.

Ο λόγος δεν γίνεται μόνον για τη διαιωνιζόμενη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς καμιά διάθεση να υποτιμηθούν οι συνέπειές της. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς το κλίμα ατιμωρησίας που έχει παγιωθεί στην κοινωνία αλλά και τις σοβαρές απώλειες ακόμα και σε οικονομικούς πόρους που στοιχίζουν στην ανάπτυξη της χώρας.

Από της άλλη πλευρά δεν μπορεί να παραμένουν στο απυρόβλητο τα ζητήματα που αφορούν την εκπαίδευση, την κατάρτιση, την αξιολόγηση και την εξέλιξη των δικαστών, τις μεγάλες καθυστερήσεις στην ψηφιοποίηση των διαδικασιών και την ενημέρωση των πολιτών, στις ελλείψεις σε βοηθητικό προσωπικό, στον επανασχεδιασμό του δικαστικού χάρτη της χώρας κλπ.

Η «έκθεση Πισσαρίδη» που έχει δώσει από το 2020 πολύ συγκεκριμένες κατευθύνσεις, έμεινε στο μεγαλύτερο μέρος της στα χαρτιά. Οι συμπεριφορά μερικών κορυφαίων δικαστικών λειτουργών δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Άρειος Πάγος αποτελεί ένα φρούριο απροσπέλαστο ακόμα και από τη νομοθετική εξουσία.

Το βάρος της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης δεν πέφτει βέβαια μόνο στους ώμους των δικαστικών λειτουργών. Οι πολιτικές ηγεσίες έκαναν, το τελευταίο χρονικό διάστημα και όχι μόνον, ότι περνούσε από το χέρι τους για να πλήξουν το κύρος των δικαστικών αποφάσεων και των ανεξάρτητων αρχών τις οποίες επεχείρησαν να εμπλέξουν στους πολιτικούς τους σχεδιασμούς. Οι αποφάσεις της δικαιοσύνης, στις οποίες οι πάντες ομνύουν πίστη και σεβασμό, γίνονται συχνά αποδεκτές αλακάρτ. Το τελευταίο διάστημα ορισμένες από αυτές τίθενται προς επικύρωση στο εκλογικό σώμα σε μια ιδιότυπη αναβίωση των λαϊκών δικαστηρίων.

Η υπόθεση του «κόμματος Κασιδιάρη» αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση διαδοχικών γεγονότων που αναδεικνύουν τις παθογένειες με τον πιο δραματικό τρόπο. Κατ’ αρχήν το σημερινό νομικό κενό που καλούνται να καλύψουν οι διαδοχικές «απαγορευτικές» τροπολογίες οφείλεται στην πολυετή καθυστέρηση της τελεσιδικίας για την εγκληματική «Χρυσή Αυγή» με διαδικαστικά προσχήματα που δεν ήταν άμοιρα πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ούτε και μπορεί να αποδοθεί σε «αμέλεια» κάποιων η ευχέρεια που παρασχέθηκε στον Κασιδιάρη να οργανώνει το κόμμα του από τις φυλακές στις οποίες τώρα μόλις διατάχθηκε ΕΔΕ για «παραβίαση αρχών επικοινωνίας».

Η αλήθεια είναι όπως πάντα επώδυνη αλλά η αποδοχή της είναι προϋπόθεση για την εξυγίανση του νοσηρού κλίματος που αγγίζει το πολιτικό σύστημα της χώρας. Το νέο νεοναζιστικό μόρφωμα που εκκολάφτηκε στις φυλακές «υψίστης ασφαλείας» δεν ενόχλησε παρά από τη στιγμή που απείλησε δημοσκοπικά να ξανακαθίσει στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Το γεγονός που ενεργοποίησε τις κυβερνητικές τροπολογίες αλλά και την επιτήδεια αποχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ήταν άλλο από το μαγικό ποσοστό της εκλογικής αυτοδυναμίας. Και είναι βέβαια ντροπή για τη δικαιοσύνη η απόφαση ενός πρώην αντιεισαγγελέα να δεχθεί να γίνει ο «μπροστινός» ενός εγκληματία και το θράσος ενός αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου να απειλήσει απροκάλυπτα τη νομοθετική εξουσία.

Κανένας δημοκρατικός πολίτης δεν μπορεί παρά να νιώσει ανακούφιση από μια δικαστική απόφαση που θα αποκλείει τη συμμετοχή των αχυρανθρώπων του Κασιδιάρη στις εκλογές του Μαΐου.

Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να προστατεύει την κοινωνία από τους εγκληματίες του κοινού ποινικού κώδικα και τους εκπροσώπους τους. Είναι όμως το ίδιο σίγουρο πως η απειλή μιας «ανάστασης» του νεοναζισμού σε μια ατμόσφαιρα βίας και αδιεξόδων της νέας γενιάς που βιώνουμε όλο και πιο έντονα το τελευταίο διάστημα δεν θα εξαλειφθεί μόνο με νομοθετικές τροπολογίες και εκλογικούς αποκλεισμούς. Η συντεταγμένη πολιτεία και η κοινωνία των πολιτών πρέπει να ενεργοποιηθούν πριν να είναι πολύ αργά.

* Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου είναι εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr