Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Metron Analysis, ένα 3% των ψηφοφόρων του προς το ΚΚΕ, ενώ αθροιστικά ποσοστό 8% οδεύει προς τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, την Πλεύση Ελευθερίας ακόμη και τη ΝΙΚΗ. Η εικόνα αποσάθρωσης της εκλογικής βάσης του και αδυναμίας έστω στεγανοποίησης των διαρροών προς τα αριστερά και τα δεξιά του, μια εβδομάδα πριν από την τελική μάχη της Κυριακής, αποτυπώνεται εύγλωττα στο λόγο και την παρουσία του κ. Τσίπρα.
Από τη μια πλευρά, δηλώνει ότι η αλλαγή των συσχετισμών στην κάλπη είναι εφικτή, εφόσον καταφέρει να πείσει τους ψηφοφόρους «να ενισχύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως τον αριστερό δημοκρατικό πόλο και ως μοναδική πραγματική εναλλακτική κυβερνητική λύση» και από την άλλη, ισχυρίζεται ότι ακόμη κι αν δεν το καταφέρει να ανατρέψει τους συσχετισμούς, «θα παραμείνει ο βασικός πυλώνας της προοδευτικής παράταξης και της Κεντροαριστεράς στον τόπο».
Η διάκριση που κάνει ο κ. Τσίπρας, αναφερόμενος στο ΣΥΡΙΖΑ ως «αριστερό δημοκρατικό πόλο», βάζει στον αντίποδα το ΚΚΕ και την Πλεύση Ελευθερίας, που αποδεικνύονται οι καλύτεροι «εχθροί» του και οι οποίοι του κόβουν τις γέφυρες με τους αριστερούς και αριστερόστροφους ψηφοφόρους. Ο Δημήτρης Κουτσούμπας, με μια λέξη, είχε πελεκήσει το αφήγημα Τσίπρα περί προοδευτικής διακυβέρνησης, μιλώντας για «μούφα», ενώ τώρα τον καταγγέλλει για «βρώμικα κόλπα» σε βάρος του ΚΚΕ, με την επίκληση της λογικής της χαμένης ψήφου στα μικρά κόμματα.
Θέση την οποία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ διατύπωσε ξανά στη διακαναλική συνέντευξη. Καταλογίζοντας, πρόθεση σχηματισμού μιας γραφικής και απαξιωμένης Βουλής, στη ΝΔ, τη στιγμή που ο ίδιος φέρει ακέραια την ευθύνη για την οπορτουνιστική χρήση και απαξίωση της απλής αναλογικής. Εκείνος χλεύαζε το Νίκο Ανδρουλάκη, ότι θα υποχρεωνόταν να συρθεί σε συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ για να μην χάσει δυνάμεις στις δεύτερες εκλογές με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.
Στην Κουμουνδούρου διαπιστώνουν ότι μέσα διάσωσης και σωσίβια δεν υπάρχουν. Από την επίκληση του προγράμματος, την απάλειψη του ολόμαυρου από την εικόνα της ζωής των πολιτών, τη μερική απονεύρωση της τοξικότητας, το διαμοιρασμό της ευθύνης για την προώθησης μιας υποτίθεται θετικής ατζέντας στα πιο άφθαρτα στελέχη, τίποτα δεν μοιάζει να δουλεύει. Είναι ακατανόητο επίσης γιατί επαναλαμβάνουν ως ζητούμενο της κάλπης - με ποιο πρόγραμμα και από ποιον θα κυβερνηθεί η χώρα; - ενώ υπάρχει η εκκωφαντική απάντηση που έδωσαν οι πολίτες και που ενδέχεται να την επαναλάβουν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο.
Παρά τις προσπάθειες να μην ειπωθεί από κανένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ ότι η ήττα τους είναι στρατηγική, αυτό έχει «χωνευτεί» ως πραγματικότητα.
Ο κ. Τσίπρας με τους συμβούλους του, έχει πέσει με τα μούτρα στα εγχειρίδια της Αριστεράς, για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους θα μείνει…φεύγοντας ή καλύτερα θα φύγει…μένοντας. Ερωτηθείς σε συνέντευξη του στο Βήμα της Κυριακής, εάν προσωπικά μια εκλογική ήττα 20 μονάδων, θα είναι η ύστατη πολιτική και προσωπική του μάχη, απάντησε: «Δεν συνηθίζω να αντιμετωπίζω τις πολιτικές μάχες με προσωπικά κριτήρια, αλλά είναι λίγο οξύμωρο να ρωτάτε έναν άνθρωπο 49 ετών αν δίνει την ύστατη προσωπική και πολιτική του μάχη. Δίνω, λοιπόν, μια ακόμη, δύσκολη και πολύ κρίσιμη, δεν το κρύβω, πολιτική και ιδεολογική μάχη, αλλά δεν θα είναι η τελευταία. Θα συνεχίσω να μάχομαι όπως κάθε αριστερός για αυτά που πιστεύω και για αυτά που εκπροσωπώ. Δεν υπάρχουν ύστατες μάχες για την Αριστερά, γιατί έρχεται από πολύ μακριά και πάει πολύ μακριά».
«Εφόσον είναι αριστερός και εφόσον η Αριστερά πάει πολύ μακριά, γιατί να φύγει;», θα μπορούσε να είναι μια απλούστερη απόδοση της σκέψης του.
Πριν από μερικά χρόνια για να αποσείσει τις ευθύνες για το θλιβερό θέατρο στο Μάτι είχε πει ότι ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πολύ νέος αρχηγός. Η «νεότητα» του αρχηγού θα γίνει ξανά το άλλοθι; Θα είναι ενδιαφέρον το deal μετά την 26η Ιουνίου στο κόμμα που με τον Τσίπρα χάνει εκλογές και χωρίς τον Τσίπρα κινδυνεύει να διαλυθεί. Για να αποκλειστούν μελλοντικά σενάρια σχετικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, ας ληφθεί υπόψη ότι ως αξιωματική αντιπολίτευση και με ποσοστό κοντά στο 20% η κρατική επιχορήγηση θα έχει πέσει μεν, από τα περίπου 9 εκατομμύρια ετησίως στα διόλου ευκαταφρόνητα 5-6 εκατομμύρια.