Επιμένει στην ίδια ατελέσφορη πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι βλέπει ότι δεν του προσπορίζει ψήφους. Στον καιρό της έξαρσης της πανδημίας ήθελε υπουργό Υγείας κοινής αποδοχής. Μετά ήθελε ως τις εκλογές, ενδεχομένως και για εννιά μήνες, υπουργό εσωτερικών κοινής αποδοχής, αλλά και διακομματικό έλεγχο των Μίντια. Στο ενδιάμεσο ήθελε σύσταση Επιτροπής Ελέγχου της κατανομής των πόρων του ταμείου Ανάκαμψης.
Επανήλθε χθες ο τομεάρχης Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Χαρίτσης σε συνέντευξή του στον κομματικό ραδιοσταθμό, λέγοντας ότι η πρόταση Τσίπρα για τη διακομματική επιτροπή για τα κονδύλια του ταμείου ανάπτυξης θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη. Υποστήριξε ότι η κυβέρνηση έχει αλλεργία στη διαφάνεια και την κοινωνική λογοδοσία.
Ενδεχομένως η κυβέρνηση να έχει τέτοια αλλεργία, δεν το ξέρουμε και εξ αυτού δεν μπορούμε ούτε να συμφωνήσουμε ούτε να αντιτεθούμε. Όμως τα χρήματα των έργων αναρτώνται στη Διαύγεια , που επί ΣΥΡΙΖΑ ο Πολάκης έλεγε: «Θα καταργηθεί η Διαύγεια… Είναι «κάστρο» για να μην μπει και φάει και κάποιος άλλος». Η Διαύγεια κατά το Πολάκη απέκλειε να φάνε και άλλοι!
Τα χρήματα των έργων ελέγχονται από το ελεγκτικό συνέδριο και από την ΕΕ. Οπότε αμφισβητείται ο ισχυρισμός Τσίπρα «είναι πολλά τα λεφτά για να μας δίνουν λογαριασμό», και του Χαρίτση ότι η κυβέρνηση «αντιμετωπίζει το ταμείο Ανάκαμψης σαν να ήταν κομματικό της Ταμείο». Και η λογοδοσία ασκείται στη Βουλή.
Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, ως δικαιούται, είναι να ενσπείρει πολλαπλή αμφιβολία για την κυβέρνηση. Πότε για τις υγειονομικές της ικανότητες (πχ για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, και δεν είχε τη στοιχειώδη αυτογνωσία ότι δεν γινόταν πιστευτός την εποχή που το απαιτούσε, όταν τα στελέχη του συμμετείχαν σε 600 πορείες για τον Κουφοντίνα). Ζητεί διακομματική για τα μίντια επειδή λέει η κυβέρνηση τα ελέγχει, αλλά δεν διερωτάται πόσο γίνεται πιστευτός όταν οι θεατές βλέπουν καθημερινά παρόντα τα στελέχη του στα τηλεπαράθυρα (το πρόβλημα των Μίντια είναι άλλο, κείται πέραν της πολιτικής διαμάχης αλλά δεν αφορά το παρόν κείμενο).
Ζητεί επίσης διακομματική για το Ταμείο, επειδή η κυβέρνηση θα το κατασπαράξει υπέρ των δικών της επιχειρηματιών. Όμως ουδείς θυμάται εάν επί της διακυβέρνησεώς του κάλεσε κάποτε την αντιπολίτευση να συνδιαχειριστεί μαζί της ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα. Μόνο στην υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου ζήτησε τη βοήθειά της, και την ίδια στιγμή την έβριζε ως τρόικα εσωτερικού. Ναι, για να τη δελεάσει της υποσχέθηκε ότι δεν θα κάνει εκλογές, και… έκανε!
Φυσικά, είναι μια επιχειρηματολογία αύξουσας τοξικότητας, η οποία όμως δεν είναι ιοβόλος, παραμένει ανενεργή στο κοινωνικό σύνολο. Για τον απλούστατο λόγο ότι καμιά κυβέρνηση που έχει τη δεδηλωμένη δεν κάλεσε ποτέ και άλλα κόμματα να μοιραστούν την εξουσία της. Άλλωστε θα ήταν και καταστρατήγηση της λαϊκής εντολής. Όταν ο λαός δίνει αυτοδυναμία, δίνει εντολή, και την αναιρεί στις εκλογές εάν η εντολή που έδωσε καταστρατηγήθηκε.
Νομίζουμε ότι το πρόβλημα δεν ξεκινάει από την «επιτυχημένη» πορεία της κυβέρνησης. Θέσαμε σε εισαγωγικά τη λέξη γιατί της έτυχαν πρωτόγνωρα, Έβρος, κορονοϊός, ρωσική επίθεση, παγκόσμια αναταραχή. Οπότε δεν έχουμε δεδομένα παραλληλισμού. Δεν έχουμε μέτρο σύγκρισης, ούτε καν με το προεκλογικό της πρόγραμμα, ώστε να κατηγορηθεί για αθέτησή του, καθώς το πήρε ο άνεμος των εξωγενών γεγονότων (κάτι που δεν είχε γίνει με το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης Τσίπρα. Η αθέτησή του ήταν εσωγενής. Αναγκαστική μεν αλλά αυτόβουλη).
Λόγω της πρωτοτυπίας και ορμητικότητας των γεγονότων, η μόνη σύγκριση (που είναι αναπόδεικτη) είναι το λαϊκό αίσθημα (το οποίο αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις), ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα τα πήγαινε χειρότερα.
Εκεί εδράζεται και η απαίτηση Τσίπρα για «συγκυβέρνηση» σε επί μέρους τομείς της επικαιρότητας. Υπολείπεται το κόμμα του σε ικανότητα διακυβέρνησης, υπολείπεται ο ίδιος (κατά τις δημοσκοπήσεις πάντα) σε πρωθυπουργική καταλληλότητα, και προσπαθεί να φιλοτεχνήσει εικόνα προσωπικής και κομματικής κυβερνησιμότητας. Δεν είναι κακό, είναι λάθος. Και κυρίως είναι και τεμπελιά.
Αντί να στρωθούν να παρουσιάσουν ένα ολοκληρωμένο - αλλά λεπτομερώς κοστολογημένο - πρόγραμμα διάθεσης των πόρων του ταμείου Ανάπτυξης, αφού διαθέτουν και κυβερνητική εμπειρία (έτσι δημιουργείται η εικόνα κυβερνησιμότητας) κατηγορεί τον Μητσοτάκη γιατί «δεν τον παίζει», γιατί δεν του δίνει και αυτού λίγη εξουσία, για να δείξει στον λαό ότι και μπορεί. Δεν είναι κακό, είναι αναποτελεσματικό.