Παραμέρισε λοιπόν ο Αλέξης Τσίπρας, παίρνοντας μαζί του την έντονη πολιτική τοξικότητα που ακολούθησε το κόμμα του κατά τη διάρκεια της πρόσφατης προεκλογικής περιόδου. Ωστόσο, και οι τρεις υποψήφιοι για την προεδρία του κόμματος, δεν αναφέρονται απλά σε νέο πρόσωπο στην ηγεσία του κόμματος. Αλλά ομιλούν για την ανάγκη ενός νέου κόμματος.
Ξύπνησαν ξαφνικά οι επίγονοι, μετά από το συντριπτικό αποτέλεσμα των διαδοχικών εκλογών του 2023 και διαπίστωσαν ότι δεν έφταιγε μόνο το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα, αλλά ολόκληρο το κόμμα. Μάλιστα αν διαβάσει κανείς τις προτάσεις τους, διαπιστώνει δια της «εις άτοπον» επαγωγής, πως ο Σύριζα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια στενή παρέα στελεχών, που κινείται στις περιορισμένες διαστάσεις ενός μικρόκοσμου, χωρίς πραγματικές προσλαμβάνουσες καταστάσεις.
Έτσι οι υποψήφιοι πρόεδροι προτείνουν ο Σύριζα να γίνει μεθοδικός, αποτελεσματικός και βασισμένος σε δομές. Θέλουν να καταγράψουν νέα πολιτική πρόταση την οποία να καταφέρουν να περάσουν στην κοινωνία. Να δημιουργήσουν ένα επιτελείο που να μπορεί να αναλύσει τις αλλαγές που γίνονται στην κοινωνία και τις ανάγκες της. Να εντάξουν μέσα στο κόμμα τους τις δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, τις δυνάμεις της παραγωγής, της επιστήμης, της νεολαίας και της διανόησης. Θέλουν να δημιουργήσουν «έναν Σύριζα που να αρέσει». Και να τερματίσουν την εξαντλητική κομματική γραφειοκρατία και την πολυφωνία των τάσεων που έχει καταντήσει να είναι μια αναποτελεσματική παραφωνία που κουράζει.
H μεγαλύτερη αγωνία μέσα στο Σύριζα είναι ασφαλώς η αναζήτηση του προσώπου, που θα κάνει ξανά «γκελ» στην κοινωνία, μετά τη φθορά του μοντέλου μίμησης του Ανδρέα Παπανδρέου που εξαντλήθηκε από τον Αλέξη Τσίπρα. Ταυτόχρονα η αγωνία εστιάζεται στην ανάγκη απάντησης στις απαιτήσεις της κοινωνίας και όχι στη διατήρηση ενός -εκτός τόπου και χρόνου- αρνητικού αφηγήματος.
Πέρα όμως αυτές τις γενικές γραμμές για τη λειτουργία του νέου Σύριζα στη μετά Τσίπρα εποχή, στις οποίες συμφωνούν λίγο - πολύ όλοι, εμφανίζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις όσον αφορά το πολιτικό στίγμα των υποψηφίων αρχηγών του νέου κόμματος.
Η Έφη Αχτσιόγλου συνεχίζει τη γραμμή του ετεροπροσδιορισμού του Σύριζα, υποστηρίζοντας ότι ο Σύριζα πρέπει να εκφράσει «τον κόσμο που δεν ικανοποιείται από τη διακυβέρνηση της ΝΔ». Και πραγματοποιεί ένα κάλεσμα στους «πολλούς που έχουν δίκιο». Δηλαδή, αντί να προτείνει τι θέλει να είναι ο Σύριζα, λέει τι δεν θέλει να είναι.
Ο Νίκος Παππάς θέλει έναν Σύριζα που να απευθύνεται στον προοδευτικό και μετριοπαθή κόσμο του κέντρου, στον κεντροαριστερό και στο σοσιαλδημοκράτη. Θέλει κάτι ευρύτερο από τη ριζοσπαστική αριστερά που θα αγωνίζεται απλά για την επιβίωσή της. Κλείνοντας το μάτι προς τους πασοκογενείς.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επιθυμεί ο Σύριζα να προσεγγίσει εκ νέου τον κόσμο της Αριστεράς, που αξίζει να είναι περήφανος για τις αξίες της, τα προγράμματα, τις διαχωριστικές γραμμές της και το μοντέλο της που είναι αντίθετο στο νεοφιλελευθερισμό.
Οι διαφωνίες τους πολλές. H εκλογική συντριβή οδηγεί στην εμφάνιση φυγόκεντρων δυνάμεων, που μέχρι τώρα βρισκόντουσαν σε ύπνωση. Αφού οι ετερόκλητες συμμαχίες και το συνονθύλευμα από τάσεις, ομάδες και συνιστώσες διατηρούσαν μια οριακή ισορροπία, αφενός διότι η επαφή με την κυβερνητική εξουσία ήταν ζωντανή στη σκέψη των στελεχών και η παρουσία Τσίπρα απέτρεπε την εκδήλωση πρωτοβουλιών.
Ωστόσο, οι εσωτερικές «ζυμώσεις» όπως συνηθίζουν να λένε οι Συριζαίοι, δεν είναι αναίμακτες. Παρ’ όλο που η κεντρική γραμμή δεν αλλάζει και η αυτοκριτική καλύπτει θέματα ελάσσονος σημασίας, οι εκτοξεύσεις βελών μέσω τρίτων και «κύκλων», αποτελούν μέρος της συριζαϊκής καθημερινότητας.
Η Έφη Αχτσιόγλου κατηγορείται διότι δεν είχε δώσει στο εσωτερικό του κόμματος την πραγματική εικόνα της οικονομίας και αντιθέτως είχε εκθρέψει τη στρεβλή εικόνα που έδινε ο Σύριζα στους πολίτες μέσω των θολών και σκοτεινών μηνυμάτων του, κυρίως στις πρώτες εκλογές του Μαΐου. Ταυτόχρονα οι αναφορές της σε μιμήσεις και καρικατούρες, έχουν εκληφθεί σαν δείγματα ασέβειας απέναντι στον πρώην πρόεδρο του Σύριζα.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κατηγορείται από τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, για το «μαξιλάρι» των 37 δισ. του 2018 που είχε τροφοδοτηθεί από την άγρια φορολόγηση της μεσαίας τάξης, την ίδια στιγμή που ο πρώην υπουργός Οικονομικών θεωρεί το «μαξιλάρι» αυτό, ως το μέγιστο των επιτευγμάτων του. Ταυτόχρονα η υποψηφιότητά του υπονομεύεται από κύκλους που τον κατηγορεί πως εξακολουθεί να βλέπει τον Σύριζα σαν μια λέσχη διαλόγου προβληματισμού, αποχρώσεων και διαλόγου, παρά σαν κομματικό μηχανισμό.
Τέλος, ο Νίκος Παππάς δέχεται επίθεση από το εσωτερικό του κόμματος του, για την γνωστή ομόφωνη απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου που οδήγησε στην καταδίκη του για παράβαση καθήκοντος για το διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών. Η δε εμμονή του, να θεωρεί τιμή του και καμάρι του, την προαναφερθείσα καταδίκη έχει οδηγήσει σε απομάκρυνση από κοντά του, μεγάλο τμήμα του λεγόμενου προεδρικού περιβάλλοντος.
Ουδείς εκ των υποψηφίων αγγίζει το φλέγον ζήτημα των εμμονών και των ιδεοληψιών, των οραμάτων και της δυσανεξίας απέναντι στην πραγματικότητα, που απομονώνουν τον Σύριζα από την κοινωνία. Την ίδια στιγμή, που όπως φαίνεται εκ του εκλογικού αποτελέσματος, η κοινωνία έχει κάνει βήματα μπροστά, η εσωτερική μάχη του Σύριζα είναι μια μάχη ανάμεσα σε ταμπούρια και χαρακώματα που παραμένουν αμετακίνητα στις θέσεις τους. Και οι υποψήφιοι αντί για φιλόδοξοι δελφίνοι με εκτόπισμα και κίνηση, συμπεριφέρονται σαν μικρές σαρδέλες που γυαλίζουν έχοντας βγει έξω από τη θάλασσα.