Έναν ακριβώς μήνα μετά τη ΔΕΘ και καθ’ οδόν προς τις επόμενες κάλπες, το πολιτικό σκηνικό διατηρείται αμετάβλητο. Η κυβέρνηση δοκιμάζεται από την ακρίβεια, αλλά όχι από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει δομικό πρόβλημα. «Ο πομπός εξακολουθεί να έχει πρόβλημα κυβερνητικής αξιοπιστίας», όπως λέει στο Liberal o διευθύνων σύμβουλος της Marc Θωμάς Γεράκης. Όσο για το ΠΑΣΟΚ, αφενός μετράει ζημιές από την πρόωρη πόλωση λόγω των υποκλοπών, αφετέρου, θα συνεχίσει να δυσκολεύεται στο να αποσαφηνίσει τη θέση του ως προς τις συνεργασίες, αφού το αντι-ΣΥΡΙΖΑ αντανακλαστικό των ψηφοφόρων του παραμένει εντονότερο από το αντιδεξιό. Στο ερώτημα, ποιός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την κυβέρνηση, η απάντηση είναι ο εαυτός της, όπως λέει ο έμπειρος αναλυτής, δηλαδή να εμφανίσει στην πορεία αστοχίες, λάθη και ολιγωρίες στην αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων.
Στο σύνολό τους οι δημοσκοπήσεις, όπως και αυτή της Marc, αποτυπώνουν ως νούμερο ένα πρόβλημα την ακρίβεια. Ταυτόχρονα όμως συνεχίζουν να δείχνουν ανεπαίσθητες μεταβολές στη διάρθρωση του πολιτικού σκηνικού, καθώς το προβάδισμα της Ν.Δ. παραμένει στα όρια των προηγούμενων εκλογών, με τη Marc να το μετρά στο 8,5%. Πού το αποδίδετε;
Οι διαφορές που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις δεν είναι φαινόμενο ούτε τωρινό, ούτε της τελευταίας τριετίας. Ανατρέχοντας κανείς στις χρονοσειρές των δημοσκοπήσεων, η ΝΔ προηγείται σταθερά την τελευταία 7ετία, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2016, σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ.
Σαν φαινόμενο είναι πρωτόγνωρο. Δεν το έχουμε συναντήσει ξανά στην πολιτική ιστορία της χώρας, το να προηγείται ένα κόμμα συνεχώς και αδιαλείπτως επί σχεδόν επτά χρόνια.
Ως προς τη σημερινή εικόνα, δύο είναι οι βασικοί λόγοι που εξηγούν τα συγκεκριμένα ευρήματα. Καταρχάς, ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας αναγνωρίζει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την προσπάθεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές και συνεχόμενες κρίσεις που προκύπτουν από την διεθνή συγκυρία.
Δεύτερο και εξίσου σημαντικό με το πρώτο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης φαίνεται να έχει ένα πρόβλημα «κυβερνητικής αξιοπιστίας». Στο ερώτημα κατά πόσο τα πράγματα θα ήταν καλύτερα εάν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτοί που απαντούν θετικά κινούνται γύρω στο 20%. Στην πολιτική δεν έχει σημασία μόνο το τι λες, αλλά και ποιος το λέει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται ότι ο «πομπός» εξακολουθεί να έχει ένα πρόβλημα αξιοπιστίας. Το πρόβλημα φαίνεται να είναι δομικό.
Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ο πρωθυπουργός καταγράφεται ως ο δημοφιλέστερος πολιτικός αρχηγός και με τα υψηλότερα ποσοστά στον δείκτη εμπιστοσύνης, μακράν όλων των υπολοίπων.
Εκτιμάτε ότι αυτό το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ξεπεραστεί;
Μόνο εφόσον υπάρξει συνειδητοποίηση του προβλήματος και ικανός χρόνος για την αντιστροφή του. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η εικόνα αυτή διαρκεί εδώ και πολλά χρόνια και απαιτεί μεγάλη προσπάθεια για να μεταβληθεί. Προς το παρόν αυτό το πρόβλημα της αξιοπιστίας φαίνεται να συνυπολογίζεται από τους πολίτες, όταν ερωτώνται για τη στάση τους απέναντι στα κόμματα.
Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, για μια περίοδο αμέσως μετά τις αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις, είδαμε να αυξάνει τα ποσοστά του. Σήμερα όχι μόνο δεν κερδίζει, αλλά κινείται και πτωτικά. Πού το αποδίδετε;
Το θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δημιούργησε μια πρόωρη αύξηση της πόλωσης. Το γεγονός ευνόησε τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργώντας πρόβλημα στο ΠΑΣΟΚ. Όχι, μόνο δεν είχε τα αναμενόμενα οφέλη από το θέμα των παρακολουθήσεων, αλλά η πρόωρη πόλωση του προξένησε ζήτημα.
Επιπλέον, πρόβλημα για το ΠΑΣΟΚ είναι η αντιλαμβανόμενη μονοθεματικότητα του αντιπολιτευτικού του λόγου. Η εστίαση της αντιπολιτευτικής του στάσης πάνω σε ένα θέμα, που ναι μεν θεωρείται σοβαρό, ωστόσο δεν είναι ούτε το μείζον ούτε το μόνο που θα επηρεάσει καταλυτικά τους πολιτικούς συσχετισμούς, του στοιχίζει αντί να το ωφελεί.
Στην μετά ΔΕΘ περίοδο βλέπουμε να ενισχύονται τα ποσοστά του δικομματισμού, ενώ μειώνονται αυτά του ΠΑΣΟΚ. Είναι κοινή διαπίστωση σε όλες τις δημοσκοπήσεις.
Τι ποσοστό απαιτείται με βάση το σύστημα της απλής αναλογικής για να προκύψει κυβέρνηση και τι δείχνουν τα αθροίσματα των ποσοστών των κομμάτων;
Το απαιτούμενο ποσοστό είναι περίπου 46% και πάνω. Το ακριβές ποσοστό για σχηματισμό κυβέρνησης εξαρτάται από το συνολικό ποσοστό που θα λάβουν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής. Επομένως, έχουν ιδιαίτερη σημασία τα αθροίσματα της πρώτης κάλπης με ένα πολιτικό νόημα.
Με τα σημερινά δεδομένα, το άθροισμα των ποσοστών ΝΔ και ΠΑΣΟΚ εξασφαλίζει 46% και πάνω. Αντίθετα, δεν συμβαίνει το ίδιο αθροίζοντας τα ποσοστά ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΜΕΡΑ 25, δηλαδή στο σενάριο της λεγόμενης «προοδευτικής διακυβέρνησης». Σε αυτή τη περίπτωση, χρειάζονται και άλλες πολιτικές δυνάμεις για να επιτευχθεί το 46%.
Στο θέμα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» τα ευρήματα όλων των δημοσκοπήσεων, δείχνουν ότι είναι αρκετά περισσότεροι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που αξιολογούν θετικά τη κυβέρνηση απ’ όσους λένε το ίδιο για το ΣΥΡΙΖΑ. Τι δείχνει αυτό;
Στο θέμα της λεγόμενης «προοδευτικής διακυβέρνησης», η δυσκολία προέρχεται κυρίως από πλευράς ΠΑΣΟΚ. Στην δική μας δημοσκόπηση, το 40,7% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ επιθυμούν κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ και το 29,5% συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Φαίνεται ότι σε πολύ μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, υπήρχε και παραμένει αλώβητο ένα αντι-ΣΥΡΙΖΑ αντανακλαστικό, που είναι εντονότερο από το αντιδεξιό. Το κόμμα εμφανίζεται διχασμένο ως προς την στρατηγική των συμμαχιών. Και αυτό δυσκολεύει πολύ την στάση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ ως προς τις συνεργασίες. Τα «θέλω» της βάσης πρέπει να βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις αποφάσεις της ηγεσίας. Εάν ο Ν. Ανδρουλάκης τοποθετηθεί με μεγάλη σαφήνεια στο θέμα, θα αναγκαστεί να δυσαρεστήσει ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του κόμματός του, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Και θεωρώ πως αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δεν έχει ακόμη ανοίξει τα χαρτιά του. Ωστόσο, δεν θα μπορέσει να το αποφύγει στο διηνεκές. Η ασάφεια στην πολιτική κοστίζει ακριβότερα.
Πόσο κοντά βρίσκεται η ΝΔ στην αυτοδυναμία;
Η ΝΔ φαίνεται να απέχει από το στόχο, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει, ιδιαίτερα σε συνθήκες πόλωσης. Σημειωτέον ότι όλα τα παραπάνω, αφορούν τη πολιτική «φωτογραφία» της στιγμής. Επομένως, έχουν μια σχετική σημασία ως προς το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών.
Με τις εκλογές στο τέλος της τετραετίας και έπειτα από ένα δύσκολο χειμώνα, ουδείς μπορεί να προβλέψει τι μπορεί να συμβεί. Όταν θα πάμε στις κάλπες, δεν αποκλείεται το διεθνές τοπίο αλλά και η κατάσταση στην χώρα μας να είναι αισθητά διαφορετικά από το σημερινά, όπως επίσης και τα διακυβεύματα που θα τεθούν.
Ποιός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη κυβέρνηση;
Ο εαυτός της. Δηλαδή να εμφανίσει αστοχίες, λάθη και ολιγωρίες στην αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων.
Αν παραμείνει η κυβέρνηση δεδομένων των συνθηκών και στο μέτρο του δυνατού αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματα, το πολιτικό σκηνικό δύσκολα θα αλλάξει.
Τόσο στο θέμα της ακρίβειας, όσο και στα δύο άλλα που ανησυχούν περισσότερο τους πολίτες - ελληνοτουρκικά και μεταναστευτικό - ο Κυριάκος. Μητσοτάκης εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις περισσότερες θετικές απαντήσεις στο ερώτημα «ποιος μπορεί να τα αντιμετωπίσει καλύτερα».
Σε μια περίοδο αυξανόμενης έντασης στα ελληνοτουρκικά, το 72,2% θεωρεί (δημοσκόπηση Marc) ότι δεν υπάρχει έχθρα μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού λαού, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Τουρκία σε ανάλογη ερώτηση έρευνας, ήταν 65%. Τι μας δείχνουν αυτές οι απαντήσεις;
Μας δείχνουν ότι παρά τη ρητορική του Ερντογάν, μια από τις επιδιώξεις του οποίου είναι να δημιουργήσει κλίμα εχθρότητας απέναντι στην Ελλάδα και στην κοινή γνώμη, αυτό δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται. Το γεγονός αυτό αξιοποιεί και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος έχει στείλει αρκετές φορές τον τελευταίο διάστημα μηνύματα φιλίας στον τουρκικό λαό.
Αντίστοιχα και στην Ελλάδα, η προκλητικότητα του τουρκικού καθεστώτος δεν δείχνει να έχει επηρεάσει το κοινό αίσθημα των Ελλήνων απέναντι στους Τούρκους