Το στοίχημα της κυβέρνησης

Το στοίχημα της κυβέρνησης

Του Γιάννη Σιδέρη

Όταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία το 1981 βρήκε ένα κράτος που σε επίπεδο ανωτέρων και ανωτάτων στελεχών ήταν δεξιό, παρότι η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή είχε ανοίξει την ομπρέλα και εισέρχονταν στο Δημόσιο οπαδοί των αντιπάλων κομμάτων.

Με βάση τα κομματικά ήθη της εποχής είχε δίκιο να φοβάται ότι τα ανώτερα κλιμάκια του δημόσιου τομέα που ανήκαν αποκλειστικά στη Δεξιά, θα σαμποτάριζαν το έργο του.

Είχε δίκιο για δύο λόγους:

Πρώτον ήταν η πρώτη φορά που η διακυβέρνηση του κράτους περνούσε καθ' ολοκληρίαν στην Κεντροαριστερά. Κατά τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις μεταπολεμικά, οι κυβερνήσεις Πλαστήρα και Γεωργίου Παπανδρέου, βρέθηκαν σε καιρούς ταραγμένους, και η εξουσία του  Δημοσίου δεν έφυγε από τα χέρια των μονίμων «ιδιοκτητών» της.

Δεύτερον, υπήρχε η αίσθηση της  προσωρινότητας. Η φράση «σε έξι μήνες πέφτουν» δεν ήταν μόνο ευτυχής ελπίδα των δεξιών, αλλά και φόβος των οπαδών του ΠΑΣΟΚ -  κατά πόσο θα στέριωνε το νέο κυβερνητικό πείραμα, μόλις εφτά χρόνια μετά τη χούντα. Ως εκ τούτου με την αίσθηση της προσωρινότητας, το μεσαίο και κατώτερο δυναμικό του Δημοσίου, θα δούλευε στο ρελαντί, έως ότου δει προς τα πού θα γείρει η κατάσταση.

Το ΠΑΣΟΚ διάλεξε τον λάθος τρόπο για να το αντιμετωπίσει, καταργώντας τους γενικούς διευθυντές. Έτσι μαζί με τα ξερά κάηκαν και τα χλωρά, ήτοι στελέχη με πείρα στη διοίκηση που θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικοί θεσμικοί εκτελεστικοί βραχίονες της νέας κυβέρνησης.

Αλλά αν αυτά φάνταζαν ως πολιτική αναγκαιότητα εκείνη τη στιγμή της αγωνίας να μην υπονομευθεί η νέα κυβέρνηση, καθόλου αναγκαιότητα δεν ήταν ο εκφυλισμός του ρουσφετιού που επικράτησε με τη μαζική είσοδο  οπαδών του στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Την ίδια τακτική προσπάθησε να ασκήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ, προσλαμβάνοντας μόνο δικούς του σε επιτελικές θέσεις, και σοκάροντας ένα τμήμα της κοινής γνώμης, το οποίο περίμενε από νέους ανθρώπους που δήλωναν «ριζοσπάστες» να μην ακολουθήσουν την πεπατημένη. Φυσικά δεν γνώριζαν ότι το «ριζοσπάστες» ήταν ένα κέλυφος που υπέκρυπτε την τριτοδιοεθνιστική αντίληψη της «κατάληψης της εξουσίας» - που έλεγε και η Περιστέρα.

Πάντως τότε  η στήλη αντιμετώπισε με κατανόηση, και το έγραψε, την εισροή Συριζαίων ως συμβουλευτικό και διοικητικό προσωπικό στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Για να υλοποιηθούν πολιτικές, θα πρέπει το κυβερνητικό «απαράτ», από τον Πρωθυπουργό έως τον τελευταίο σύμβουλο υπουργού και Διοικητή Οργανισμού, να  διαπνέονται από την ίδια φιλοσοφία και να ομονοούν σε κοινούς στόχους.

Κατανοήσαμε ακόμη και την συγγενική σχέση κάποιων. Μικρό κόμμα ήταν, τρεις κι ο κούκος ως το 2012, στους ίδιους χώρους συνωστίζονταν με τις ίδιες ιδέες και «οράματα» νεφελοβατούσαν, φυσικό ήταν να συνάψουν και ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ τους. Το πρόβλημα  ήταν - και σε αυτό είχαμε ασκήσει κριτική - ότι πρώτευε η κομματική ιδιότητα έναντι της καταλληλότητας. Εμβληματικό παράδειγμα ήταν η περίπτωση του συμβούλου στρατηγικού σχεδιασμού, του περιώνυμου κ. Καρανίκα.

Γράφαμε τότε  ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δικαίωμα να διορίσει αυτούς που θέλει, και θα κριθεί από τον λαό βάσει του  αποτελέσματος της δουλειάς τους - ε, κρίθηκε…

Παρόλο λοιπόν που υπάρχει προϊστορία, είναι ευεξήγητη η χλαπαταγή που ξεσηκώθηκε με το θέμα των Διοικητών νοσοκομείων. Τα κοινωνικά δίκτυα  ήταν ενισχυτής που μετέδωσε τη δυσφορία αλλά όχι ο δημιουργός της.

Γεννήτρια της δυσαρέσκειας είναι η εικόνα που έχει εκπέμψει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, και εξ' αυτής οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες. Σε μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, και λόγω της κούρασης από τη δεκαετή κρίση, έχει επέλθει μια νέα  ωριμότητα. Απεχθάνεται τον κομματισμό και απαιτεί αξιοκρατία για να προχωρήσει μπροστά η χώρα.

Εδώ παρενθετικά να πούμε ότι σε άλλη περίπτωση δεν θα θεωρούσαμε ατυχή τον διορισμό πρώην στρατιωτικών στη διοίκηση νοσοκομείων. Είναι ικανοί, εξ επαγγέλματος με επιτελική σκέψη, και εκπαιδευμένοι να διοικούν ανθρώπινα σύνολα. Το πρόβλημα δεν ήταν η κομματικότητα. Αν ήταν κομματικοί αλλά είχαν πτυχία οικονομικών και διοίκησης υπηρεσιών υγείας, ουδείς θα αντιδρούσε – μόνο ως συνήθως τα τρολ του ΣΥΡΙΖΑ.

Ή ανάπτυξη δεν είναι σίγουρη γιατί δεν διατάσσεται, και στη χρονική συγκυρία είναι ευάλωτη λόγω της ευρωπαϊκής οικονομίας, για την οποία τα μαντάτα προλέγουν ύφεση.

Η αξιοκρατία όμως διατάσσεται. Σε συνδυασμό και με την ψηφιοποίηση του κράτους που επιχειρεί,  θαρρούμε ότι αυτό είναι το στοίχημα του Μητσοτάκη. Η δημιουργία ενός μοντέρνου, σύγχρονου και αξιοκρατικού κράτους. 

Αυτό θα είναι και η υστεροφημία της κυβέρνησης του, εάν στα άλλα δεν τα καταφέρει.