Του Γιάννη Ανδρουλάκη*
Ο πολιτικός διάλογος προϋποθέτει τουλάχιστον δύο συνομιλητές, πρόθυμους να συνδιαλεχθούν μεταξύ τους. Με κοινές αφετηριακές παραδοχές για την πραγματικότητα και κοινή αντίληψη του περιβάλλοντος χώρου.
Στην Ελλάδα η υπόθεση αυτή μοιάζει από δύσκολη έως αδύνατη, για λόγους που δεν είναι του παρόντος σημειώματος. Αρκούμαι στην γενική παρατήρηση περί εκτροπής του δημοκρατικού διαλόγου για την αντιπαραβολή θετικών πολιτικών προτάσεων σε μία ακραία διχαστική σύγκρουση, που νοηματοδοτείται από βαριά φορτισμένους ιστορικά και ιδεολογικά όρους, όπως επέβαλε στην δημόσια σφαίρα ο ριζοσπαστικός λαϊκισμός του κόμματος που κυβερνά.
Στην Ευρώπη όμως, τα πράγματα είναι καλύτερα. Οι παραδοσιακές δημοκρατικές δυνάμεις, που οδήγησαν στην συγκρότηση και την εξελικτική διαμόρφωση της Ε.Ε. συνειδητοποιούν τα προβλήματα που αναδύονται στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο των κρατών-μελών από την ραγδαία αύξηση των μεταναστευτικών ροών, ανησυχούν από την ενίσχυση των ακραίων εθνολαϊκιστικών ρευμάτων και κατανοούν την ανάγκη να επανασχεδιάσουν το μέλλον της Ένωσης στην βάση της τόνωσης της οικονομίας, με αύξηση της παραγωγικότητας, ενίσχυση των επενδύσεων και της εξωστρέφειας και της ορθολογικότερης κατανομής των βαρών.
Κατανοούν δηλαδή όλα όσα χρειάζονται για να επιβιώσει η Ένωση, να αντέξει στις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού και να προσφέρει σε σταθερή και μόνιμη βάση ένα πλαίσιο ασφάλειας, ελευθερίας και ευημερίας στους πολίτες της.
Την ίδια στιγμή που εδώ στην Ελλάδα αναπνέουμε τα δηλητηριώδη αέρια του πολιτικού ρεβανσισμού και των θεσμικών ακροβασιών, που τα ίδια τα εθνικά μας θέματα εργαλειοποιούνται από το κυβερνών κόμμα μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό βαθμό συσπείρωσης και συνοχής ενόψει της εκλογικής του ήττας, στην Ευρώπη έχει ήδη υιοθετηθεί το σχέδιο του προέδρου Μακρόν για κοινό προϋπολογισμό των 19 χωρών της Ευρωζώνης.
Έτσι, στο πλαίσιο του Eurogroup, οι υπουργοί θα πρέπει να εργαστούν βάσει της πρότασης της Επιτροπής, ώστε να εκπονήσουν πρόταση προϋπολογισμού μέχρι τον Ιούνιο του 2019, αμέσως μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές στα τέλη Μαΐου, που θα περιλαμβάνει το μέγεθός του, τις ρυθμίσεις χρηματοδότησης και το χρονοδιάγραμμά του.
Ταυτόχρονα, ζωηρεύει η συζήτηση γύρω από το επενδυτικό σχέδιο του προέδρου της Επιτροπής, το λεγόμενο «σχέδιο Γιούνκερ», που έχει τρεις στόχους: την εξάλειψη των εμποδίων στις επενδύσεις την προβολή και την τεχνική υποστήριξη επενδυτικών έργων και την αποτελεσματικότερη χρήση των χρηματοδοτικών πόρων.
Ένας από τους πυλώνες αυτού του σχεδίου, που ιδιαίτερα θα απασχολήσει την επόμενη κυβέρνηση της χώρας είναι και η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος με την εξάλειψη των κανονιστικών φραγμών στις επενδύσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο.
Η εμπειρία της κρίσης απέδειξε με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι χωρίς την ομπρέλα προστασίας των ευρωπαϊκών θεσμών και την κινητοποίηση των μηχανισμών στήριξης και αλληλεγγύης, η χώρα θα είχε καταστραφεί. Η Ευρώπη δεν είναι απλά η ιστορική και πολιτική μας ενδοχώρα.
Είναι η σπουδαιότερη στρατηγική επιλογή της πατρίδας μας και οφείλουμε να την υπερασπιστούμε με συστηματική θετική παρουσία και συμβολή σε αυτά που αποφασίζονται για το μέλλον της, δηλαδή για το μέλλον μας. Στην συζήτηση αυτή, για το αύριο της Ευρώπης, πρέπει να είμαστε παρόντες όχι ως θεατές αλλά ως συνδιαμορφωτές.
* Ο κ. Γιάννης Ανδρουλάκης είναι δικηγόρος, Γεν.Γραμματέας της Δράσης