Τάξη στο καθεστώς των ανώτατων συντάξεων βάζει η τροπολογία του υπουργείου Εργασίας που κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή, τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας μιλώντας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού Alpha. Παράλληλα, με άλλη τροπολογία ρυθμίζονται θέματα που έχουν να κάνουν με τον τρόπο που γίνεται μια καταγγελία εργασιακής σύμβασης, σημείωσε.
«Ο κ. Βρούτσης κατέθεσε δύο τροπολογίες. Η μία αφορά την επιβολή ενός πλαφόν στις ανώτατες συντάξεις, οι οποίες πλέον θα φθάνουν μέχρι το ύψος των 4.608 ευρώ. Αυτές που είχε γίνει ένα θέμα τις προηγούμενες ημέρες, που φθάνανε μέχρι και 24.000 ευρώ το μήνα σύνταξη σε αυτούς τους καιρούς. Επομένως μπαίνει μια τάξη, ένα ανώτατο πλαφόν 4.608 που αντιστοιχεί στο δωδεκαπλάσιο της κατώτατης εθνικής σύνταξης με 20 έτη ασφάλισης. Η άλλη τροπολογία έχει να κάνει με την κατάργηση των άρθρων 48 και 58, ενός νόμου που ψήφισε τον Μάιο η προηγούμενη κυβέρνηση, του νόμου 4611/2019. Είναι δύο άρθρα που είχαν να κάνουν με τον τρόπο που γίνεται μια καταγγελία εργασιακής σύμβασης, μια απόλυση. Αυτό το άρθρο αφορούσε το βάσιμο λόγο απόλυσης και την καταβολή αποζημίωσης» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
«Μέχρι σήμερα με βάση και τον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκο Κοινωνικό Χάρτη, τον οποίο έχει κυρώσει η χώρα μας και έχει ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο ήδη από το 2016, προβλεπόταν είτε καταβολή αποζημίωσης με άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, χωρίς δηλαδή βάσιμο λόγο απόλυσης, είτε βάσιμος λόγος απόλυσης χωρίς αποζημίωση. Με τη διάταξη που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ προβλεπόταν μόνο καταγγελία μιας σύμβασης με βάσιμο λόγο απόλυσης» συμπλήρωσε ο κ. Πέτσας.
Ερωτηθείς αν η ΝΔ το είχε ψηφίσει τότε, ο κ. Πέτσας απάντησε ότι το είχε ψηφίσει τότε και τώρα το καταργεί, εξηγώντας πως «απεδείχθη από την εξέλιξη των πραγμάτων ότι ήταν μια λανθασμένη διάταξη, μια διάταξη που προκάλεσε προβλήματα στην αγορά εργασίας». Αναφερόμενος στα προβλήματα, είπε πως το πρώτο είναι ότι όσοι ήταν σήμερα εργαζόμενοι εγκλωβίζονται σε ένα καθεστώς χαμηλής αμοιβής, ενώ όσοι δεν ήταν εργαζόμενοι, είτε άνεργοι είτε νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, δεν μπορούσαν να βρουν μόνιμη δουλειά και προσέθεσε: «Είχαν αυξηθεί οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, όπως φαίνεται και από τα στοιχεία του Ιουλίου του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, αλλά πολύ περισσότερο μπήκε φρένο στην απασχόληση, στις νέες δουλειές. Το ένα θέμα ήταν η ελαστικοποίηση των μορφών εργασίας, το άλλο θέμα ήταν ότι χάθηκαν τον Ιούλιο 14.661 θέσεις εργασίας από τον συνδυασμό των πολιτικών του ΣΥΡΙΖΑ και από τις άκαμπτες διατάξεις που έφερε η προηγούμενη κυβέρνηση. Αυτό το αλλάζουμε, δεν έχουμε ούτε μία ημέρα για χάσιμο και αυτό είναι και μια έμμεση απάντηση γιατί ήρθε σήμερα αυτή η τροπολογία. Θέλαμε να έρθει νωρίτερα, δεν μπόρεσε να έρθει γιατί έπρεπε να περάσει και από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Δεν έχουμε ούτε μία ημέρα για χάσιμο, δεν έχουμε ούτε μία ημέρα για θέση εργασίας χαμένη».
Σε ό,τι αφορά το άσυλο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε πως δεν μπορεί να βλέπει την εικόνα που υπάρχει τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά πανεπιστήμια και η εικόνα που υπάρχει είναι μια εικόνα ασύλου βίας και ανομίας, όχι ασύλου ιδεών. Αναφερόμενος στη συγκεκριμένη διάταξη, τόνισε πως η κυβέρνηση αποκαθιστά το άσυλο ιδεών και της ελεύθερης έκφρασης. «Αυτή είναι η βασική μας προτεραιότητα και το μόνο μας μέλημα. Δεν υπάρχει καμία αστυνομοκρατία, δεν υπάρχει καμία διάθεση περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης» προσέθεσε. Κατέστησε σαφές πως η κυβέρνηση δεν μιλάει για περιπολίες μέσα στα πανεπιστήμια, αλλά για μια παρέμβαση ώστε οι όλοι οι δημόσιοι χώροι, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημίων, να αντιμετωπίζονται ενιαία.
Απαντώντας για το θέμα της κ. Θάνου, τόνισε πως βασικό μέλημα της κυβέρνησης από την αρχή ήταν η αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης και των ανεξάρτητων αρχών. Επισήμανε πως η κ. Θάνου είχε ταυτιστεί με την προηγούμενη κυβέρνηση και τον κ. Τσίπρα προσωπικά.
Τέλος, ανέφερε πως ο κυβερνητικός προγραμματισμός είναι να έρθει όταν ανοίξει η Βουλή το αναπτυξιακό και το φορολογικό νομοσχέδιο και η προσαρμογή με την κοινοτική οδηγία με τη μη ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας για τα προσωπικά δεδομένα, κάτι για το οποίο πληρώνουμε πρόστιμο 5.000 ευρώ καθημερινά.