Το μοντέλο διαρχίας πρότεινε για την επόμενη μέρα στο ΣΥΡΙΖΑ ο ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου που χαρακτήρισε την αποχώρηση του Αλ. Τσίπρα από την ηγεσία απαραίτητη τόσο για την δική του υστεροφημία όσο και για την «ενηλικίωση» του κόμματος.
Τονίζοντας ότι «πρέπει να λήξει το δυνατόν συντομότερο το θέμα της ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ», ο κ. Κούλογλου είπε στο OPEN ότι το κόμμα είχε «πρόβλημα αξιοπιστίας λόγω του 2015». «Έπρεπε να γίνουν πράγματα πολύ απλά και ουσιαστικά και έπρεπε να ασχοληθεί με τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου».
«Υπήρχε μία δυσφορία και μία συνεχής αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων, ακόμα και από εταιρείες που δεν ήταν ύποπτες για πολιτικά παιχνίδια», σημείωσε ο ίδιος αναφέροντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε θεωρίες συνωμοσίας για τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.
Έκανε λόγο για ένα κλίμα «γενικευμένου στρουθοκαμηλισμού». «Ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ έβαζε το κεφάλι στην άμμο και δεν έβλεπε την πραγματικότητα», είπε χαρακτηριστικά.
Μοιρασιά των ρόλων
Σε ό,τι αφορά τη διαδοχή τέθηκε υπέρ μιας αλλαγής μοντέλου. «Ένας άνδρας και μία γυναίκα στην ηγεσία. Αυτό είναι σύγχρονο ευρωπαϊκό μοντέλο που έχουν και οι πράσινοι και η Αριστερά και στη Γερμανία και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο», σημείωσε.
«Το έργο ανασυγκρότησης είναι τιτάνιο άρα θέλουμε δύο ανθρώπους να εισπράττουν και τη δυσφορία και τα πυρά. Θα μπορούσαν να μοιράσουν τους ρόλους και εκ των προτέρων να πουν ότι αν γίνουν κυβέρνηση ο ένας θα είναι πρόεδρος και η άλλη αντιπρόεδρος ή ανάποδα», συμπλήρωσε.
«Μπαμπάς Τσίπρας»
«Ήταν απαραίτητη η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα και για τον ίδιο και για να υπερασπίσει την ιστορία και την υστεροφημία του και για τον ΣΥΡΙΖΑ που πρέπει κάποια στιγμή να φύγει από τον μπαμπά Τσίπρα και να γίνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κόμμα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε ότι το κόμμα «θα έπρεπε να ξαναφτιαχτεί το 2019 από την αρχή. Αυτό που είχε εξαγγείλει ο Τσίπρας το 2019 μετά τις εκλογές δεν έγινε ποτέ». Τόνισε ότι το 2019 «υπήρχε το σαφές μήνυμα των ευρωεκλογών το 23,7%» το οποίο «καλύφθηκε από το 32%» των βουλευτικών εκλογών.