Πριν καν προλάβει η πατρίδα να θάψει τα αδικοχαμένα της παιδιά, πριν καν κρυώσουν τα πυρακτωμένα σίδερα της μέγγενης του θανάτου στην κοιλάδα των Τεμπών κι ενώ όλη η κοινωνία βουβή και οργισμένη παρακολουθεί τον απερίγραπτο πόνο των συγγενών, των οικείων, των φίλων, των συμφοιτητών και συναδέλφων των θυμάτων, ξεπρόβαλαν ξανά οι πολιτικές ύαινες, τα γνωστά πτωματοφάγα παράσιτα, προσπαθώντας για άλλη μια φορά, να καβαλήσουν το κύμα της δίκαιης αγανάκτησης και να το εκμεταλλευτούν για ιδιοτελείς σκοπούς.
Με ύπουλο τρόπο, προσπαθούν οι πονηροί πολιτευτές να αποκομίσουν κέρδη από την ανθρώπινη οδύνη. Δειλά στην αρχή, με περισσή αναίδεια στη συνέχεια, βγήκαν στις τηλεοράσεις και κουνούν το δάχτυλο του ηθικά αμερόληπτου ελεγκτή.
Το έχουμε ξαναδεί αυτό το χιλιοπαιγμένο έργο, τον Δεκέμβριο του 2008, όταν κάηκε και πλιατσικολογήθηκε το κέντρο της Αθήνας, όταν πέθαναν από αναθυμιάσεις κάτι φοιτητές, όταν σκοτώθηκε ένας νεαρός πηδώντας από το τρόλεϊ γιατί δεν είχε κόψει εισιτήριο, όταν αυτοκτόνησε ένα φαρμακοποιός στο Σύνταγμα. Ναι, ήταν θάνατοι ανθρώπων χωρίς νόημα, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Ο α-νόητος θάνατος είναι ένα και ο αδικαίωτος άλλο πράγμα. Θάνατος, όμως, ο ένας, θάνατος κι άλλος. Το μέγα μυστήριο, μπροστά στο οποίο λυγίζει ο άνθρωπος, φτάνει στο έσχατο όριο της αντιληπτικής του ικανότητας, μα και της συνείδησης του εφήμερου και του θνητού της ύπαρξής του.
Όπως τότε, έτσι και τώρα, η εκμετάλλευση του θανάτου γίνεται επάγγελμα. Κρυπτόμενοι πίσω από τη δίκαιη οργή των πολιτών, φορώντας τις μάσκες τους, προσπαθούν να υποδαυλίσουν «ξεσηκωμούς», γιατί «τα κέρδη τους οι ζωές μας». Ανακαλούν από την αποστρατεία συνθήματα που «είχαν περπατήσει» στις αντικαπιταλιστικές εκστρατείες, όπως αναφέρουν με υπερηφάνεια στα βιογραφικά τους.
Φορούν μαύρα ρούχα σε ένδειξη πένθους, όπως όταν πήγαν αξημέρωτα στο Μάτι, περιτριγυρισμένοι από «επαγγελματίες μοιρολογίστρες» τις οποίες, στη συνέχεια, επιβράβευσαν με θέσεις υφυπουργών.
Και τώρα, μπροστά στο άδικο και αδικαιολόγητο θάνατο τόσων ανθρώπων, κυρίως νέων που είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους, εμβρόντητη η κοινωνία παρακολουθεί, συμμετέχει, συμπάσχει και συμπονά. Και ζητάει εξηγήσεις, από εκείνους που έχουν κατά το νόμο την ευθύνη να προστατεύουν τη ζωή των πολιτών. Και θα τις ζητάει μέχρι να ξεκαθαρίσει πλήρως αυτή η υπόθεση.
Από τους πολιτικούς ζητάει απαντήσεις, ανάλογα με το μερίδιο ευθύνης που έχει ο καθένας, σύμφωνα με τη θέση που κατέχει ή κατείχε. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.
Μέσα σε τούτη την πάνδημη θλίψη, ή όπως είπε κάποιος: φέτος ήρθε νωρίς η Μεγάλη Παρασκευή, ξεμύτισαν ορισμένοι, μαθημένοι στην εκμετάλλευση του πόνου του Άλλου κι άρχισαν τα γνωστά, καλυπτόμενοι πίσω από νεφελώδεις, αμφιλεγόμενες και εν τέλει, ύποπτες «πρωτοβουλίες», αναγορεύοντας σε ύπατο κριτή «συντονιστικά», «συλλογικότητες» χωρίς την παραμικρή νομιμοποίηση ή εξουσιοδότηση από κανέναν. Σκοτεινά, αιμοδιψή φαντάσματα που νιώθουν σαν το σπίτι τους μέσα στο σκοτάδι, το ζόφο και την ανθρώπινη τραγωδία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται ούτε για την αλήθεια ούτε για τη δίκαιη επιμέτρηση των ευθυνών. Μοναδικό του μέλημα ο προσπορισμός πολιτικού οφέλους πάνω από τα φέρετρα. Αυτό ξέρει να κάνει καλά, αυτό κάνει. Το μόνο που καταφέρνει είναι να προκαλεί την αγανάκτηση των πολιτών, γιατί τώρα πια τον ξέρουν, τον έχουν μάθει, τον έχει δει να συμπεριφέρεται ως ηθοποιός σε κακοστημένη παράσταση ρωτώντας «τι ώρα θα πετάξουν τα αεροπλάνα το πρωί».
Εκείνο, ωστόσο, που προκαλεί οργή, είναι η «εκστρατεία συμψηφισμού» θυμάτων με το παρελθόν, με τη Μάνδρα και το Μάτι, που ξεκίνησε ο διαδικτυακός υπόνομος λες και η ανθρώπινη ζωή μπορεί να μπει στο ζύγι.
Βιάζονται κι αδημονούν. Δεν σέβονται τίποτα και κανένα. Γνωρίζουν καλά την τέχνη αυτή. Η λογική τους είναι απλή: στη βράση κολλάει το σίδερο. Τώρα που τα συναισθήματα είναι έντονα κι η λογική υποχωρεί, είναι μία, ακόμη, θαυμάσια ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία, να δείξουν πως είναι αυτοί, δεν μοιάζουν με τους σημερινούς κι ας έχουν κυβερνήσει χρόνια κι έχουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί.
Επιδεικνύουν μια ψευδεπίγραφη ευαισθησία, μονοπωλώντας το ευγενικό αυτό συναίσθημα, κατατάσσοντας όσους δεν συμμερίζονται τις απόψεις τους ως αναίσθητους, άκαρδους, άπονους, εξαγορασμένους. Το απόγειο της ευτέλειας και της ιδιοτέλειας.
Υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά το 2023 από το 2010 - 2012. Η κοινωνία είναι πιο έμπειρη, πιο κατασταλαγμένη, πιο καχύποπτη, αν θέλετε απέναντι στους πάσης φύσεως κατ’ ανάθεση και κατ’ επάγγελμα «ευαίσθητους», «αλληλέγγυους» και «αγανακτισμένους».
Είδε και οίδε, την ιδιοτέλεια και τα μεγάλα λόγια στη μεγάλη μεταναστευτική κρίση του 2015, αλλά και την υποκρισία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, όταν δεν βόλευε τον πολιτικό σχεδιασμό ή τις επιτακτικές ανάγκες της συγκυρίας.
Η γνωστή τακτική του «καπελώματος» εκδηλώσεων και διαμαρτυριών, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια, αφενός στον εκφυλισμό υγιών αντιδράσεων της κοινωνίας και, αφετέρου στην αύξηση της δυσπιστίας έναντι των πολιτικών οργανισμών.
Ίσως, όμως, αυτή να είναι και η μύχια σκέψη τους, ώστε αργότερα, σε δεύτερο χρόνο, να επικαλεστούν για άλλη μια φορά ένα ανύπαρκτο ηθικό πλεονέκτημα και να αποδειχτούν πιο παλιοί, φθαρμένοι και διεφθαρμένοι από το παλιό που οι ίδιοι θέλουν να αντικαταστήσουν.
Το ψέμα και η υποκρισία έχουν κοντά ποδάρια. Ιδίως όταν πρόκειται για καθ’ έξη υπότροπους.