Είναι και κουραστικό και άχαρο να επιχειρηματολογούμε υπέρ του αυτονόητου. Πολλές φορές όμως είναι απαραίτητο. Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ αυτονόητο πως σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό πολιτικό σύστημα, πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει το πρόσωπο του πρωθυπουργού.
Όταν ψηφίζουν οι πολίτες στην Ελλάδα ένα κόμμα εξουσίας, πρωτίστως το ψηφίζουν γιατί επιθυμούν ο ηγέτης του να γίνει και πρωθυπουργός. Αυτόν εμπιστεύονται. Πάντα στην πατρίδα μας οι πλειοψηφίες συγκροτούνταν γύρω από το πρόσωπο του ηγέτη, είτε λεγόταν Κωνσταντίνος Καραμανλής είτε Ανδρέας Παπανδρέου είτε Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, κλπ. Αντιθέτως, η παρουσία ενός αναιμικού ηγέτη επέφερε και την εκλογική ήττα. Και εδώ υπάρχουν τα σχετικά παραδείγματα.
Συνεπώς, το κόμμα που πλειοψήφησε στις εκλογές οφείλει αυτή τη νίκη του πρωτίστως στον ηγέτη, ο οποίος πλέον δικαιωματικά θα είναι και ο πρωθυπουργός. Μπορεί αυτή η κατάσταση να ανατραπεί; Πρωθυπουργός να γίνει στέλεχος του ιδίου κόμματος ή άλλο πρόσωπο που δε θα ανήκει στο κόμμα που κέρδισε στις εκλογές;
Φυσικά, εφόσον μπορεί να το επιβάλει ο συσχετισμός των δυνάμεων. Τα πάντα στην πολιτική καθορίζονται από αυτόν τον παράγοντα. Ένα μικρό κόμμα του οποίου η παρουσία θεωρείται απαραίτητη για τον σχηματισμό κυβέρνησης, μπορεί να επιβάλει τους όρους του. Και ένας από αυτούς δύναται να είναι και το πρόσωπο του πρωθυπουργού. Για αυτό και στο εξωτερικό έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο σε κυβερνήσεις συνεργασίας, ο πρωθυπουργός να είναι ηγετικό στέλεχος ενός κόμματος και ο αρχηγός σε αυτό το κόμμα άλλο πρόσωπο.
Στην Ελλάδα σήμερα μπορεί να υπάρξει μια τέτοια εξέλιξη; Η κοινή λογική λέει πως «όχι» δεν μπορεί. Γιατί; Διότι ο ηγέτης του πρώτου κόμματος, το οποίο δε σχημάτισε κυβέρνηση λόγω της απλής αναλογικής, έχει τη δυνατότητα να προσφύγει σε νέες εκλογές με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Δηλαδή διαθέτει μια επιλογή που θα βελτιώσει, εξ αντικειμένου, τη θέση του. Δεν είναι κολλημένος στον τοίχο.
Για να γίνει σαφέστερο, το μικρότερο κόμμα έχει τη δυνατότητα να επιβάλει το πρόσωπο του πρωθυπουργού μόνον αν δεν υπάρχει άλλη διέξοδος για να σχηματιστεί κυβέρνηση. Το ισχυρότερο κόμμα, αυτό που πλειοψήφησε, υποκύπτει σε αυτήν την απαίτηση διότι δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Όπως είχα γράψει πριν από λίγες ημέρες, εκτός από τον συσχετισμό των δυνάμεων υπάρχει και ο συσχετισμός των επιλογών. Και σήμερα τόσο ο Μητσοτάκης, όσο και ο Τσίπρας -όποιος πλειοψηφήσει στις πρώτες εκλογές- έχει την εναλλακτική των δεύτερων εκλογών, που μετά βεβαιότητος θα φέρει το κόμμα του σε σημαντικά πλεονεκτικότερη θέση. Πολύ πιθανόν και στην αυτοδυναμία.
Άρα και ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας έχουν την πολυτέλεια να απορρίψουν, χωρίς κόστος, την πρόταση του Ν. Ανδρουλάκη για πρωθυπουργό τρίτο πρόσωπο, πέραν αυτών των δύο. Με άλλα λόγια το «ούτε-ούτε» του Ν. Ανδρουλάκη είναι άσφαιρα πυρά.
Άλλωστε, και οι δύο δεν είναι οι άχροες και άοσμοι ηγέτες, που απλώς διαχειρίζονται την ηγεσία. Έχουν βάλει και οι δύο τη σφραγίδα τους στα κόμματά τους, κάτι το οποίο ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει.
Για αυτό και δικαιωματικά, είτε τον Μάιο είτε τον Ιούλιο, ένας από τους δύο θα είναι ο πρωθυπουργός.