Η τραγωδία των Τεμπών λειτούργησε σεισμογενώς στο πολιτικό σκηνικό, διευρύνοντας το ρήγμα στο τείχος της βεβαιότητας για αυτοδυναμία της ΝΔ. Βέβαια ως την 21η ή 28η Μαΐου, παρόλο που δεν θα έχει ξεχαστεί το γεγονός – ποτέ δεν θα ξεχαστεί – ίσως έχει αποφορτιστεί η έντονη συγκινησιακή φόρτιση. Άλλωστε οι τραγωδίες (Σάμινα, Ηλεία, Μάτι) δεν έριξαν κυβερνήσεις.
Επιπροσθέτως, η έως τώρα αρνητική στάση Ανδρουλάκη σε σχέση με τα πρόσωπα των Μητσοτάκη - Τσίπρα, επιτείνει την ανασφάλεια της ακυβερνησίας και δεν αποκλείεται στις δεύτερες εκλογές οι ψηφοφόροι να αθροιστούν στις τάξεις των δύο μεγάλων.
Ως την εποχή της Φώφης, με όλους τους αρχηγούς, το ΠΑΣΟΚ ήταν μια από τις δυο σταθερές του πολιτικού συστήματος. Ενέπνεε σιγουριά ως κόμμα εξουσίας. Ακόμη και στις εποχές της έξαλλης αντιπολίτευσης, στην εποχή του ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο, υπήρχε μεν η αίσθηση μιας ενδεχόμενης διαφορετικής πορείας (που δεν υπήρξε τελικά), αλλά και η σιγουριά ότι αυτή θα ήταν συντεταγμένη, και δεν θα έκανε παρανάλωμα το πολιτικό σύστημα.
Με την επιλογή του ο Ανδρουλάκης αυτοχειριάζεται, δεδομένου ότι ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Τσίπρας θα δεχθούν να υποχωρήσουν και να επιβάλει έτσι, τελικά, ο τρίτος της εκλογικής δύναμης (και με μεγάλη διαφορά από αυτούς) τη δική του επιλογή. Απλώς θα ξαναπάνε σε εκλογές και ψαλιδισμένο θα βγει το ΠΑΣΟΚ.
Έτσι ο Ανδρουλάκης αντί να επιβάλει τον «άγνωστο Χ» ως πρωθυπουργό, κινδυνεύει να καταστεί ο ίδιος «άγνωστος Χ». Η επίδειξη αδιάλλακτης αποφασιστικότητας και η μυστικότητα περί το όνομα, τραυματίζει το προφίλ του. Όπως επίσης τον τραυματίζει και η κόντρα που άνοιξε με τον Ανδρέα Λοβέρδο.
Ακόμη και ενδεχόμενο διαγραφής θα αποβεί εις βάρος του, δεδομένου ότι η ένσταση του πρώην υπουργού απορρέει από την κοινή λογική: «Όταν πάμε στις εκλογές και απορρίπτουμε πρόσωπα, πρέπει και να προτείνουμε πρόσωπα».
Να θυμίσουμε ότι ο Αντρέας Παπανδρέου όταν συμμετείχε στην Οικουμενική υπό τον Ζολώτα μαζί με τους πρώην διώκτες του, το έκανε αντιλαμβανόμενος αφενός την ανάγκη να κυβερνηθεί η χώρα, αφετέρου να καταλαγιάσει η εχθροπάθεια που είχε φουντώσει με τη δίωξή του.
Και συμμετείχε χωρίς να απαιτήσει να επιβάλει Πρωθυπουργό, παρόλο που από τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ είχε βγει ενισχυμένο από τις εκλογές κατά 180 χιλιάδες ψήφους, η ΝΔ κατά 100 χιλ, ενώ ο ΣΥΝ είχε χάσει 120χιλ.
Ωστόσο, ακόμη και τότε, παρόλο το αναγνωρισμένο επιστημονικό μέγεθος του Πρωθυπουργού Ζολώτα και την δουλειά υποδομής που έκανε για την οικονομία (Επιτροπή Αγγελόπουλου), ο βίος της κυβέρνησης στάθηκε βραχύς, καθώς – συν τοις άλλοις – ήταν και δυσλειτουργική.
Το ίδιο συντομότερος του αναγκαίου ήταν και ο βίος της κυβέρνησης Παπαδήμου, αλλά αυτή τη φορά χωρίς εμφανή αιτία, πέραν της επιθυμίας Σαμαρά να αναλάβει τα ηνία της χώρας.
Με βάση και την παρελθούσα όχι ευτυχή εμπειρία, έχει εμφανώς δίκιο ο Μητσοτάκης που δήλωσε χθες: «Πιστεύω ακράδαντα ότι οι σταθερές κυβερνήσεις που απολαμβάνουν κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αποτελούμενες από ένα κόμμα αλλά όχι μόνο από ένα χρώμα, είναι οι πιο κατάλληλες».
Η ρήση ξεσήκωσε αντιδράσεις από ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, περί επώασης αποστασίας, αν και νομίζουμε ότι ο Μητσοτάκης αναφερόταν σε μια κυβέρνηση απεικόνιση της σημερινής, περιλαμβάνουσας στελέχη διαφορετικών πολιτικών αφετηριών και διαδρομών.
Και εντάξει, ας πούμε κατανοητή η ευαισθησία του ΠΑΣΟΚ ως πολιτική συνέχεια του Κέντρου των 60ς. Είναι αστείο όμως να καταγγέλλει προσπάθεια αποστασίας ο Τσίπρας. Είναι ο Πρωθυπουργός που βάσισε την αυτοδυναμία του σε βουλευτές άλλου κόμματος, των ΑΝΕΛ, με τον Καμμένο να καταγγέλλει «Ο Τσίπρας εξαγόρασε τους βουλευτές μου με υπουργικούς θώκους».
Φυσικά, η κυβέρνηση τους διήγε αδιατάρακτον βίον επί τέσσερα χρόνια. Αλλά αυτό συνέβη γιατί επί της ουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε μονοκομματικά σε όλο το φάσμα της κυβερνητικής δραστηριότητάς του, πλην του υπουργείου Άμυνας, το οποίο άφησε στον Πάνο, να παίζει με τα όπλα του και να παριστάνει τον πολέμαρχο. Αλλά ακόμη και αυτή η αδιατάρακτη πορεία δεν ετελεύτησε αρμονικά τον βίο της, λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών.
Η σταθερότητα των κυβερνήσεων ως προοπτική του μέλλοντος, και όχι η αναβίωση φαντασμάτων του παρελθόντος, είναι αυτή που θα προσελκύσει τους ψηφοφόρους.