Ο Αλέξης Τσίπρας σφιχταγκαλιάζει οτιδήποτε θα εξυπηρετήσει την επικίνδυνη για τη δημοκρατία στρατηγική του. Η αδίστακτη εργαλειοποίηση της υπόθεσης των παρακολουθήσεων είναι η αντανάκλαση από τον καθρέφτη της πολιτικής κατάπτωσης που έχει περιέλθει το κόμμα που ηγείται και στην οποία επιχειρεί να σύρει το σύνολο της πολιτικής ζωής του τόπου.
Εμφανίζεται αμετακίνητος από αυτήν την αντιθεσμική διαδρομή αλλά και με την αλαζονεία της αυθεντίας επιχειρεί να προσδώσει πολιτική νομιμοποίηση στην ξεκάθαρη περιφρόνηση των νόμων και των συνταγματικών επιταγών της ευνομούμενης πολιτείας.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το στάδιο της εκτροπής που εξυφαίνεται από τον ίδιο και το κόμμα του, κάνει προεκλογικό δίδυμο με τον Πρόεδρο μιας, κατά το Σύνταγμα, ανεξάρτητης αρχής.
Ανάμεσα στα ευφυολογήματα, τις σκηνοθετημένες εκστρατείες και τα επικοινωνιακά φληναφήματα, ο κ. Τσίπρας δεν φείδεται θεατρινισμών, όπως και ο συμπαραστάτης του άλλωστε, Χρήστος Ράμμος. Ο κ. Τσίπρας όμως με τις φλογερές κρίσεις για το θέμα των παρακολουθήσεων και τις διαπρύσιες επιθέσεις για το γαλάζιο παρακράτος, σκάβει τον δικό του πολιτικό λάκκο.
Αιχμάλωτος της ομερτά για τις σακούλες με το μαύρο χρήμα Καλογρίτσα, με το οποίο καταγγέλλεται ότι αβγάτιζε τα διαθέσιμα στα κομματικά ταμεία, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μάλλον δεν σκοπεύει να απολογηθεί ούτε για τις αδιανόητες θέσεις που εκφράζει.
Για παράδειγμα ένα ερώτημα που είναι υποχρεωμένος ο Αλέξης Τσίπρας να απαντήσει, νέτα και σκέτα, ο Αλέξη Τσίπρα είναι εάν η παθιασμένη πίστη του στην υποχρέωση της ΑΔΑΕ να ενημερώσει έναν πολιτικό για την άρση του απορρήτου του, έχει οριζόντιο χαρακτήρα.
Εάν δηλαδή υποστηρίζει νομικά και πολιτικά ότι στην περίπτωση που το 2012 ο Νίκος Μιχαλολιάκος ζητούσε μια αντίστοιχη ενημέρωση για τα μέλη της Χρυσής Αυγής που παρακολουθούνται, τότε η ανεξάρτητη αρχή θα έπρεπε να την παράσχει εγγράφως. Ο κ. Τσίπρας οφείλει να μιλήσει ανοιχτά και ξάστερα και για τις παρακολουθήσεις των υπουργών στις κυβερνήσεις του, δηλαδή των Πάνου Καμμένου, Νίκου Κοτζιά αλλά και του Στέργιου Πιτσιόρλα.
Για την τοποθέτηση του ο Αλέξης Τσίπρας, μπορεί να αξιοποιήσει την συμβουλευτική υπηρεσία του τακτικού συνομιλητή του και κεντρικού προσώπου στην θεματική της προεκλογικής καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ, Χρήστου Ράμμου. Του διακεκριμένου δικαστικού που μετά την επιτίμηση της νομικής επάρκειας του πρώτου εισαγγελικού λειτουργού της χώρας, έβαλε στο στόχαστρο της υποτίμησης με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα θρησκευτικής εμπνεύσεως και το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής.
«Ου γαρ οιδασι τι ποιουσι» έγραψε ο κ. Ράμμος θέλοντας μάλλον να αποδοκιμάσει το νομικό ράπισμα στον άκρατο παρεμβατισμό του, να υπαγορεύσει στο όργανο στο οποίο λογοδοτεί την αυτοπρόσκληση του, αλλά και τον χαρακτήρα της συνεδρίασης. Έφτασε στο σημείο να ισχυρίζεται ότι οι απόρρητοι έλεγχοι της ΑΔΑΕ στις νόμιμες επισυνδέσεις της ΕΥΠ, κοινοποιούνται στους αρχηγούς των κομμάτων για να συζητούνται στη Βουλή εις επήκοον όλων.
Περισσεύουν άλλωστε οι θεατρινισμοί στη δημόσια παρουσία του Προέδρου της ΑΔΑΕ. Αυτή είναι η καταγγελία άλλωστε όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και ανθρώπων από τον χώρο του κέντρου τον οποίο επιχειρεί να δηλητηριάσει, εξυπηρετώντας εμφανώς, πολιτικά κίνητρα και σκοπιμότητες.
Προσωπικότητες με διαπιστευτήρια στην προσφορά στην πολιτική και στα κοινά, περιγράφουν τον πολιτικό ακτιβισμό Ράμμου με τον χαρακτηρισμό θεατρικές παραστάσεις. Η αυλαία άνοιξε όταν ο επικεφαλής της ΑΔΑΕ ζήτησε από τους παρόχους στοιχεία για τις παρακολουθήσεις. Στοιχεία που αποδείχθηκε ότι τα είχε, εκ του νόμου, από τον καιρό που έγιναν. Με αντιστοίχιση ονομάτων και τηλεφωνικών αριθμών.
Η δεύτερη θεατρική παράσταση δόθηκε με το αίτημα για την ακρόαση του από την επιτροπή θεσμών και διαφάνειας της Βουλής. Ο κ. Ράμμος γνώριζε ότι επρόκειτο για μια κίνηση εκτός πλαισίου, αλλά είχε τις πλάτες του ΣΥΡΙΖΑ για να το πράξει, παίρνοντας και το μερίδιο της ευθύνης για το … «μαύρο» στη συνεδρίαση που αφορούσε στις υποκλοπές στο τηλεφωνικό κέντρο του ΚΚΕ.
Ο κ. Ράμμος υποδύθηκε, μάλλον με αποτυχία, και το ρόλο του θεματοφύλακα της θεσμικής τάξης σε αυτήν την υποκριτική παράσταση που ανέβασαν από κοινού με τον ΣΥΡΙΖΑ. Προτίμησε όμως την θεσμική αταξία αλλά και την απαξίωση της δικαιοσύνης την οποία υπηρέτησε.
Επέλεξε να ξεκινήσει τη θεσμική ενημέρωση από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι από τον πρωθυπουργό. Παρέλειψε όμως, εσκεμμένα να κάνει το σημαντικότερο θεσμικό βήμα: να παραδώσει τα όποια στοιχεία είχε στη δικαιοσύνη, ώστε να εξατομικευθούν οι ευθύνες. Μια υποχρέωση που αγνόησε.
Το στοιχείο πάντως που δεν μπορεί να αγνοηθεί είναι ο τρόπος λειτουργίας στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Μπορεί η ΕΥΠ να πατάει πάνω στη νέα ράγα για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της, ωστόσο ο τρόπος που τροφοδοτούνται συγκεκριμένα κέντρα με πληροφορίες από την επιχειρησιακή της δράση, δεν αφήνει περιθώρια για αναβολές. Για να είναι ολοκληρωμένη η θεσμική παρέμβαση θα πρέπει να στεγανοποηθεί η ΕΥΠ που αυτή τη στιγμή έχει διάτρητα σημεία μέσω των οποίων οι επισυνδέσεις γίνονται φέιγ βολάν.