Του Απόστολου Χονδρόπουλου
Το Συνέδριο του Ποταμιού ολοκληρώθηκε. Με επιτυχία, θα έλεγε κανείς, μετά από ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον τριήμερο όχι μόνο εσωκομματικά, αλλά και ευρύτερα πολιτικά. Ήταν ένα πολιτικό γεγονός που σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητο. Όσο για την εσωκομματική κυριαρχία του Σταύρου Θεοδωράκη αδιαμφισβήτητη, έστω και αν του ασκήθηκε και κριτική. Επιβεβαιώθηκε από το συντριπτικό ποσοστό με το οποίο επανεξελέγη στην ηγεσία ενός κόμματος που αναμφίβολα φέρει τη σφραγίδα του. Ούτε δύο, ούτε τρία, όπως είπε ο Χάρης Θεοχάρης, ο βασικότερος επικριτής της ηγεσίας. Απεδείχθη ότι το Ποτάμι είναι ένα και είναι του Σταύρου Θεοδωράκη. Όσο και αν ο ίδιος διακήρυξε, αμέσως μετά την επανεκλογή του, πως δεν είναι ούτε δικό του, ούτε των βουλευτών, αλλά των εθελοντών.
Η προσλαμβάνουσα της κοινωνίας για το Ποτάμι παραμένει διαφορετική και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το προβληματίσει στην πορεία του την επόμενη ημέρα. Διότι για ένα κόμμα στους κόλπους του οποίου ενεργοποιήθηκαν μέσα στη σύντομη διαδρομή του, είτε ως στελέχη είτε και ως υποψήφιοι, σημαντικές προσωπικότητες και πολλοί επιτυχημένοι επαγγελματίες και νέοι άνθρωποι, δεν είναι σίγουρα δείγμα επιτυχίας το γεγονός ότι η κοινωνία εξακολουθεί να το ταυτίζει σε τόσο μεγάλο βαθμό με τον επικεφαλής του, όσο ευρεία αποδοχή και αν απολαμβάνει αυτός σε εσωκομματικό επίπεδο.
Το Ποτάμι λοιπόν δεν γυρίζει πίσω, θα συνεχίσει να κυλά ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή όχθη. Με κατεύθυνση μεταρρυθμιστική, στο κέντρο, "που σημαίνει μετριοπάθεια αλλά και ριζοσπαστισμός στην επινόηση σύνθετων λύσεων». Τον μεταρρυθμιστικό δρόμο διακηρύττουν όμως ότι ακολουθούν και άλλες δυνάμεις. Και το ερώτημα είναι εάν και με ποιες από αυτές θα θελήσει να συναντηθεί το Ποτάμι για να συνεχίσουν μαζί; Ή θα επιλέξει τελικά το δικαίωμα σε μία δεύτερη ευκαιρία μα προσπαθήσει να «φουσκώσει» αυτόνομα;
Οι προτάσεις για διερεύνηση των δυνατοτήτων συμπόρευσης δεν λείπουν. Κυρίως από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Και το ίδιο άλλωστε το συνέδριο, με τις προσωπικότητες που προσέλκυσε από τον κεντροαριστερό χώρο και τις προτάσεις που διατυπώθηκαν από το βήμα του με επίκεντρο τις συμμαχίες, αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στις διεργασίες που συντελούνται το τελευταίο διάστημα στο χώρο των δυνάμεων που κινούνται ιδεολογικά ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Και αυτό συνιστά επίσης επιτυχία για το Ποτάμι, που βρέθηκε στο επίκεντρο όλων αυτών των συζητήσεων σε μία στιγμή που έχει "στενέψει", που η συνεχιζόμενη φθίνουσα δημοσκοπική πορεία έχει αφαιρέσει μεγάλο μέρος από την αρχική λάμψη του εγχειρήματος. Και όλοι αντιλαμβάνονται πως αυτό το συνέδριο αποτελεί και την τελευταία ίσως ευκαιρία για να βρει τρόπο να αρχίσει να την ανακτά.
Η πολιτική συμμαχιών είναι η βασική πρόκληση που έχει να διαχειριστεί την επόμενη ημέρα, όντας το ίδιο στο επίκεντρο αμφίπλευρων πιέσεων από αριστερά και δεξιά, καθώς και η ΝΔ ακολουθεί στρατηγική διεύρυνσης προς το κέντρο. Κάτι που φάνηκε μεταξύ άλλων και από το πολιτικό άνοιγμα που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης προς τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις από το βήμα του Συνεδρίου του Ποταμιού. Αλλά η προοπτική συμπόρευσης με τη ΝΔ όσο και αν βρίσκει κάποιους υποστηρικτές, δεν έχει υπό τις παρούσες συνθήκες μεγάλη απήχηση στο εσωτερικό του κόμματος.
Από την άλλη το πολιτικό φλερτ της Δημοκρατικής Συμπαράταξης είναι σαφές ότι αγγίζει κάποιους στο Ποτάμι, αλλά διαφάνηκε πως δεν είναι πλειοψηφική άποψη σε ένα κόμμα που συγκαταλέγοντας τον εαυτό του στο καινούργιο, εξακολουθεί να βλέπει με απροθυμία το ενδεχόμενο συμπόρευσης με το «παλιό», με τη μορφή μάλιστα μιας σύγκλισης που θα ξεκινά από τα πάνω. Αυτό άλλωστε φαίνεται να ισχύει και για την ηγεσία, η οποία επιχειρεί να βάλει εκείνη τη δική της σφραγίδα στις διεργασίες με την πρόταση για το «κοινοβούλιο του κέντρου», η οποία απευθύνεται στην κοινωνία «για να γεννηθεί μία μεγάλη δύναμη αλλαγής από τα κάτω». Και όχι στις ηγεσίες, αφού, όπως είπε ο κ. Θεοδωράκης, «το Ποτάμι δεν ενδιαφέρεται για συμφωνίες κορυφής». Είναι μία πρόταση που πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί και που σίγουρα απαιτεί και περισσότερο χρόνο ωρίμανσης, ο οποίος ουδείς γνωρίζει εάν θα υπάρξει, δεδομένης της πολιτικής αβεβαιότητας και του ισχυρού ενδεχομένου να έχουμε ακόμη και σύντομα πολιτικές εξελίξεις.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι υπό την πίεση και της δημοσκοπικής εικόνας, με τον έναν ή άλλον τρόπο θα επιχειρηθεί το προσεχές διάστημα να υπάρξει ένας διάλογος μεταξύ των δυνάμεων που κινούνται ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Το εάν και σε ποιο βαθμό θα φέρει αποτελέσματα στην κατεύθυνση της ανασύνθεσης αυτού του χώρου, αυτό θα κριθεί προφανώς και από την ειλικρίνεια των προθέσεων όλων των πλευρών. Αλλά και από το κατά πόσο θα αρθεί η καχυποψία με την οποία αντιμετωπίζεται κυρίως το ΠΑΣΟΚ, ως κόμμα που όχι μόνο αντιπροσωπεύει το «παλιό», αλλά διαθέτει και τις ισχυρότερες κομματικές δομές και μηχανισμούς.