Όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις μετά την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ αναδεικνύουν ακριβώς την ίδια εικόνα: Η Ν.Δ παρά τις φθορές που υφίσταται προηγείται με διαφορά 10.5%-13.5%, ενώ το ΚΙΝΑΛ ξεπερνώντας την πάνω από δύο χρόνια δημοσκοπική καχεξία του αγγίζει ποσοστά της τάξης του 12%-15% ψαλιδίζοντας κατά πολύ τη διαφορά που το χώριζε από το ΣΥΡΙΖΑ, διαφορά που στη μικρότερη εκδοχή της φτάνει το 4%. Το πρώτο δεν είναι κάτι νέο. Το συναντάμε δυόμισι ολόκληρα χρόνια. Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι όλα τα φώτα της επικαιρότητας, όλοι οι πολιτικοί αναλυτές επικεντρώνονται στο ΚΙΝΑΛ, αναζητούν τις αιτίες και προσπαθούν να διαβλέψουν το μέλλον.
Δεν είναι νέο το φαινόμενο, η εκλογή ενός νέου ηγέτη να συνοδεύεται από μια δημοσκοπική άνοδο ακόμα και σημαντική στο πρώτο διάστημα που ακολουθεί. Η εκλογή του Α. Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ανέβασε τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, όμως στις εκλογές του 2009 προσγειώθηκε στα γνωστά χαμηλά τότε ποσοστά του. Η εκλογή της Φώφης Γεννηματά ως Προέδρου του ΚΙΝΑΛ το 2017 από 212.000 μέλη και φίλους ακολουθήθηκε επίσης από σημαντική δημοσκοπική άνοδο.
Η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Το 2019 το ΚΙΝΑΛ είχε εκλογική επίδοση 8% και στη συνέχεια δημοσκοπικά βρέθηκε να παραδέρνει ανάμεσα στο 6% και το 7%. Ας σημειώσουμε επομένως κάτι το αυτονόητο: Η πραγματική κατάσταση των πολιτικών συσχετισμών που εξαρτάται από την επίδοση που θα εμφανίζει το ΚΙΝΑΛ, θα φανεί πιο καθαρά μετά από τέσσερις έως έξι μήνες. Είναι ένα απαραίτητο διάστημα για να γνωρίσει η ελληνική κοινωνία τον νέο Πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ και να τον αξιολογήσει, να ακούσει τις θέσεις για απόψεις του για φλέγοντα θέματα και να αποκρυπτογραφήσει τις πρωτοβουλίες του.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αυτή δημοσκοπική άνοδος του ΚΙΝΑΛ σε συνδυασμό με την πτώση βασικά του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει κάτι, δεν είναι άνευ σημασίας. Συνιστά αντικειμενικά μια ευκαιρία, μια δυνατότητα για το ΚΙΝΑΛ. Φέρνει στην επιφάνεια κάτι βαθύτερο από ένα συναισθηματισμό λόγω της απώλειας της Φώφης Γεννηματά ή το πείσμα 270.000 που κατέβηκαν να ψηφίσουν, ακόμα και το νεαρό της ηλικίας του Ν.Ανδρουλάκη σε συνδυασμό με τη μη φθορά του και το μήνυμα της ανανέωσης.
Αναδεικνύει ότι οι τεκτονικές πλάκες του Πολιτικού Συστήματος μπορούν να μετακινηθούν διαμορφώνοντας ένα νέο σκηνικό, γιατί συσσωρεύεται ενέργεια. Οι φθορές που εμφανίζει η Κυβέρνηση και οι καθυστερήσεις στην προώθηση μεταρρυθμίσεων σε μια περίοδο συνεχών κρίσεων (πανδημίας, ενεργειακή, κλιματική κ.λ.π) και η πλήρης αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί ως δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τον εγγενή λαϊκισμό του και τις ιδεοληψίες του, ακόμα και τα τυχοδιωκτικά στοιχεία στην παρουσία και την τακτική του δημιουργούν ανάγκες πολιτικής εκπροσώπησης.
Πριν απ΄ όλα αυτή η ανάγκη αρχίζει να εμφανίζεται σε Πασοκογενείς δυνάμεις που είχαν ψηφίσει μαζικά και κυρίως ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές από το 2012 και μετά, αλλά και σε δυνάμεις που αυτοκαθορίζονται κεντρώες, κεντροαριστερές, μεταρρυθμιστικές. Μην υποτιμάται δε αυτό που ονομάζουμε «ψυχή της παράταξης». Αν το ΚΙΝΑΛ αποδείξει ότι μπορεί να διαδραματίσει αυτό τον ρόλο, τότε θα δούμε σημαντικές αλλαγές πριν απ΄ όλα στον συσχετισμό δύναμης ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ υπέρ του δεύτερου με αποτέλεσμα αντί για ένα μεγάλο κόμμα εξουσίας, ένα μεσαίο και ένα μικρό, να έχουμε ένα μεγάλο κόμμα εξουσίας και δύο μεσαία. Αν δε αυτή η πορεία έχει συνέχεια, τότε μπορεί να δούμε να μην λειτουργεί η αλυσίδα που παρατηρούμε μέχρι τώρα: Ο ΣΥΡΙΖΑ να συμβάλει με τον τρόπο του στην εδραίωση της ηγεμονίας Κ. Μητσοτάκη και το ΚΙΝΑΛ με την αδυναμία που επιδείκνυε να σώζει με τη σειρά του τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτά πάντως δεν γίνονται αυτόματα. Οι παρατάξεις σχηματίζονται ή ανασχηματίζονται σε κρίσιμες καμπές, σε εποχές μετάβασης και διλημμάτων. Όταν οι ρουτίνες, οι μιμητισμοί, οι επιστροφές στο παρελθόν αποδεικνύονται αναποτελεσματικές και ανεδαφικές. Σίγουρα πάντως δεν διαμορφώνονται με νοσταλγικές επιστροφές στα παλιά. Έτσι, οποιαδήποτε προσπάθεια επιστροφής στο ΠΑΣΟΚ των ηρωικών εποχών δεν δίνουν προοπτική ανόδου και πολύ περισσότερο πολιτικής ηγεμονίας. Η ασάφεια θέσεων μέσα σε ένα συνεχή μετεωρισμό και ισαποστακισμό, όπως συνέβαινε σ΄ όλο το προηγούμενο διάστημα, το ίδιο.
Ούτε η συνεχής επίκληση όρων όπως π.χ σοσιαλδημοκρατία συμβάλει πουθενά. Αυτό που θα καθορίσει τα πάντα είναι οι σαφείς τοποθετήσεις για φλέγοντα θέματα της χώρας, της κοινωνίας, της ζωής των πολιτών. Είναι η ποιότητα της αντιπολίτευσης και η ταυτότητα μιας Πολιτικής που κοιτάει στο μέλλον και δημιουργεί προσδοκίες, πείθει.
Αναφερόμαστε ουσιαστικά στην ανάγκη ενός νέου οικοδομήματος, που θα μπορεί να στεγάζει τις ανησυχίες των πολιτών του σήμερα και του αύριο και επομένως δεν θα μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη ότι αυτός ακριβώς ο κόσμος έχει αποδεσμευτεί από στείρα αντιδεξιά σύνδρομα και κρίνει πιο προγαραμματικά πλέον για την ουσία αυτών που λες, τη δυνατότητα να είναι αποτελεσματικά, να είναι ρεαλιστικά.
Σ΄ αυτά θα κριθεί η νέα ηγεσία του ΚΙΝΑΛ, σ΄ αυτά θα κριθεί η δυνατότητα ή μη ανασχηματισμού του Πολιτικού Συστήματος. Σε κάθε περίπτωση το επόμενο διάστημα θα έχει ενδιαφέρον με το δεδομένο, ότι ασφαλώς τα δύο κόμματα του σημερινού εναμισοκκοματισμού δεν θα παρακολουθούν τις διεργασίες αλλά θα αντιδράσουν, θα αναλάβουν πρωτοβουλίες, θα προσπαθήσουν να κλείσουν διαδρόμους για τον νέο παίκτη που έχει εμφανιστεί. Και μην ξεχνάμε. Η μάχη θα δοθεί σε μεγάλο βαθμό στον χώρο του Κέντρου. Όπως πάντα...