ΔιεΘνής έκθεση Θεσσαλονίκης, πρωθυπουργός ο Αντρέας, απεσταλμένος δημοσιογράφος του Mega στην συνέντευξη τύπου, ο πολιτικός συντάκτης Θόδωρος Ρουσσόπουλος. Κάτι είχε πει ένα μεγαλόβαθμο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, που ήταν εκτός κομματικής γραμμής. Ο Ρουσσόπουλος ρωτάει γιατί δεν τον διέγραψε.
Και ο Αντρέας, που όποια γνώμη να έχει κανείς γι’ αυτόν, είχε πάντα αίσθηση των πραγμάτων και των μεγεθών, του απάντησε: Γιατί μας έχει αποδιοργανώσει «το γυαλί» κε Ρουσσόπουλε». Και συμπλήρωσε χιουμοριστικά - ή μάλλον παραιτημένα: «αν δεν υπήρχε το γυαλί, μέχρι και εσάς θα σας είχα αποκεφαλίσει».
Το «γυαλί» από μόνο του φυσικά και δεν είναι κακό. Άλλωστε δεν έχει νόημα να γίνεται κάποιος Λουδίτης, και να καταγγέλλει την σύγχρονη έκφραση της ζωής. Αυτή είναι η κατάκτηση τεχνολογίας και θα συνεχιστεί. Πρόβλημα είναι ο χειρισμός της.
Δεν θα λέγαμε ότι η ελληνική τηλοψία διεκδικεί δάφνες ποιότητας. Οι δε ενημερωτικές εκπομπές, εκείνες που αποποιούνται τον ορθό λόγο και μετατρέπονται σε ρινγκ κατηγοριών και αλληλοκαταγγελιών μεταξύ των πολιτευτών, τη «δουλειά» τους κάνουν. Όσο πιο μεγάλο το τζέρτζελο και ο τσακωμός, τόσο μεγαλύτερη η τηλεθέαση.
Είναι ωστόσο οι ενημερωτικές εκπομπές εν πολλοίς «αθώες» της έκπτωσης του πολιτικού λόγου, γιατί ο πολίτης - τηλεθεατής έχει απέναντί τους την απόλυτη εξουσία: Το τηλεκοντρόλ. Εάν θέλει, εάν δεν του αρέσουν, με το τηλεκοντρόλ τις καταργεί.
Εφόσον τις βλέπει, σημαίνει ότι του αρέσουν, ή έστω τις αποδέχεται. Γι’ αυτό και όχι για συντεχνιακούς λόγους, τις θεωρούμε σχετικά αθώες, παρότι αποτελούν το ντεκόρ, το φιλόξενο στασίδι, το καφενείο της πολιτικής πομφόλυγας.
Και οι πολιτικοί με την συνεχή παρουσία τους (ουσιαστικά την έκθεσή τους) σε αυτές, έχουν μεταβληθεί σε άτυπους συνεργάτες τους. Οι τηλεοράσεις βγάζουν ώρες προγράμματος με την παρουσία των πολιτικών και με μηδαμινό κόστος.
Η ευθύνης σαφώς ανήκει στους πολιτικούς. Αυτούς άλλωστε ψηφίζουμε, σε αυτούς αποθέτουμε τη διαχείριση της χώρας, το συλλογικό μας μέλλον, την ευωχία μας. Από αυτούς έχουμε απαιτήσεις. Δεν ξέρουμε κατά πόσο οι ίδιοι έχουν απαιτήσεις από τον εαυτό τους.
Και αν η αφρώδης και χαώδης πολυλογία ήταν κατανοητή στον καιρό των μνημονίων, γιατί το πρόβλημα είχε άμεση συνάφεια με την πολιτική, δεν ήταν καθόλου κατανοητή η ανερμάτιστη ενασχόληση με τον κορονοϊό. Ηταν μια ειδική κατάσταση, απαιτούσε ειδικές επιστημονικές γνώσεις, και παρόλα αυτά, συμπολίτευση και αντιπολίτευση αγόρευαν αενάως και ασκόπως, περί το δέον γενέσθαι.
Παρατηρήθηκε δε το φαινόμενο, υπουργοί που καλούνταν στα τηλεπαραθύρια, επειδή στην κορύφωση της πανδημίας το δικό τους αντικείμενο εξέπιπτε του κοινού ενδιαφέροντος, να υποδύονται τον ρόλο της Πυθίας, να πιθανολογούν, να «προβλέπουν», να συστήνουν, το κλείσιμο ή το άνοιγμα της αγοράς, ή να εκφράζουν γνώμη για τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν (ενώ δεν ήταν γιατροί).
Το ίδιο φυσικά και βουλευτές της αντιπολίτευσης, πρώην υπουργοί, σπέρνοντας όλοι μαζί χάος, ανασφάλεια και αμφιθυμία στους πολίτες.
Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με άνωθεν εντολή. Θα έμοιαζε άλλωστε άδικο να περιοριστούν οι υπουργοί. Θα ήταν unfair την στιγμή που και ο κόσμος ψηφίζει όσους βλέπει στο γυαλί, άρα οι ανταγωνιστές τους θα αποκτούσαν συγκριτικό πλεονέκτημα.
Ωστόσο, μια αυτοσυγκράτηση δεν βλάπτει. Πολλές φορές στη ζέση τους επιτείνουν τα προβλήματα. Χθες ας πούμε ο Άδωνις υπερέβη τα εσκαμμένα. Εντάξει είναι πληθωρικός, έχει «ορμητικό» λόγο, είχε το δίκιο της αγανάκτησης, αλλά να λέει ότι ο Αποστολάκης δεν αντέχει την πίεση και … «δεν θα έπρεπε να έχει γίνει ούτε καφετζής όχι αξιωματικός», δεν αρμόζει στη θέση του.
Η αυτοσυγκράτηση δεν εντέλλεται έξωθεν και άνωθεν. Αποφασίζεται και εφαρμόζεται ατομικά. Και κοσμεί την πολιτική ζωή.