Tου Γιώργου Φλωρίδη *
Για τον ρόλο της βίας στην κοινωνική εξέλιξη έχουν γραφτεί πολλά κι από πολλούς. Είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος της βίας έχει τις ρίζες του στις ανισότητες και τα προβλήματα της ζωής των ανθρώπων, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν καθαγιάζει τη βία ως μέσο επίλυσης των κοινωνικών διαφορών.
Όμως, η αντίληψη της Αριστεράς δεν συμφωνεί με αυτήν την παραδοχή. Κι αυτό γιατί η Αριστερά επιμένει να συγχέει τις αιτίες παραγωγής των κοινωνικών προβλημάτων με την πολιτική αντιμετώπιση και τη λύση τους.
Για τον αριστερό λαϊκισμό, η ταξική σύγκρουση στο κοινωνικό επίπεδο μεταφέρεται άμεσα, ως αντίστοιχη σύγκρουση, και στο πολιτικό επίπεδο. Έτσι, η πολιτική σύγκρουση εξομοιώνεται, κυριολεκτικά, με πόλεμο και οδηγεί στους μετωπικούς διαχωρισμούς «εχθρός-φίλος», «ή εμείς ή αυτοί». Είναι η πολιτική που έχει ως υπόβαθρο μια γενικότερη σύλληψη περί της κοινωνικής και πολιτικής εχθρότητας.
Η Αριστερά δεν αναγνωρίζει πολιτικούς αντιπάλους, αλλά μόνον εχθρούς.
Ο αντίλογος συμπυκνώνεται συνήθως στο ερώτημα: «Μα δεν υπάρχουν σοβαρές αντιπαλότητες και αναμετρήσεις σε όλα τα πολιτικά σχέδια και τα πολιτικά αφηγήματα;». Ασφαλώς και υπάρχουν, αλλά εκεί το κάθε «άλλο και διαφορετικό» δεν θεωρείται εχθρικό με πολεμικούς όρους και, μάλιστα, μέχρι φυσικής εξόντωσης.
Όσοι πιστεύουν στη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία έχουν την αίσθηση ότι το «εμείς» δεν διαθέτει το απόλυτο αλάθητο έναντι των πολιτικών αντιπάλων. Αν δεν λάβουμε υπόψη αυτό το καθοριστικό στοιχείο, παραμονεύουν τα γκουλάγκ, αλλά και η εξόντωση των φίλων και συντρόφων ως πρακτόρων του εχθρού για την ταξική τους προδοσία.
Η αριστερή αντίληψη για την πολιτική σημαίνει σταθερή υποδαύλιση της εχθρότητας και των βίαιων εκδηλώσεών της. Η ευθύνη για την επικράτηση αυτής της πολιτικής δεν απαιτεί τη φυσική συμμετοχή σε βίαιες πράξεις ή την ανοιχτή στοχοποίηση συγκεκριμένων καταστάσεων και προσώπων.
Το κακό γίνεται με την ιδεολογική νομιμοποίηση του αυταρχισμού και της βίας, η οποία διαμορφώνει το βασικό κλίμα του πολιτικού ανταγωνισμού. Η αριστερή πολιτική «περί εχθρών και φίλων» ρίχνει το ανάλογο κοινωνικό και πολιτικό λίπασμα στη βία. Στη συνέχεια, το έδαφος είναι πρόσφορο για κάθε επίδοξο εφαρμοστή της.
Αν, μάλιστα, υπάρχει και το κατάλληλο ιστορικό έδαφος των διχασμών, όπως αυτό που επικράτησε στη σύγχρονη ελληνική πολιτική Ιστορία τουλάχιστον, τα πράγματα γίνονται αρκούντως σοβαρά. Η Αριστερά τρέφεται πολιτικά παρασιτώντας σε μια χρόνια εθνική παθογένεια και αναπαράγει ένα περιβάλλον διαρκούς πολιτικής εχθρότητας που επωάζει βία.
Επιπτώσεις της αριστερής αντίληψης για τη βία
Η επικυριαρχία της αριστερής αντίληψης μεταπολιτευτικά οδήγησε σταδιακά στην κατάρρευση, με ευθύνη βεβαίως των εκάστοτε κυβερνώντων, του θεσμικού ποινικού οικοδομήματος της χώρας. Αυτό με τη σειρά του τροφοδότησε και τροφοδοτεί, δυστυχώς μέχρι σήμερα, φαινόμενα γενικευμένης ανομίας. Η αίσθηση που υπάρχει συντριπτικά στην ελληνική κοινωνία είναι ότι το ακαταδίωκτο, για όποια παρανομία τελεστεί, είναι ο κανόνας.
Αυτή η αίσθηση σίγουρα επιτείνεται από τα διαρκή παραδείγματα οιονεί ασυλίας, που απολαμβάνουν οι πολιτικοί και οι κάθε λογής ισχυροί αυτής της χώρας.
Η χώρα μας, με ευθύνη κυρίως της πολιτικής, απέχει έτη φωτός από το παράδειγμα που συνάντησα πριν από χρόνια στη Σουηδία, όπου ο γενικός αστυνομικός διευθυντής της Στοκχόλμης απολύθηκε πάραυτα, επειδή επιχείρησε να γνωστοποιήσει την ιδιότητά του σε δύο δόκιμους αστυφύλακες που του έκαναν τροχονομικό έλεγχο.
Κάθε φορά που αναπτύσσονται φαινόμενα βίας σε διάφορους χώρους, όπως τα γήπεδα ή τα πανεπιστήμια, κάθε φορά που εμφανίζονται οι κάθε λογής Ρουβίκωνες, ο δημόσιος διάλογος κατακλύζεται από απόψεις για την ανικανότητα της αστυνομίας ή για την ανάγκη θεσμοθέτησης ιδιώνυμων αδικημάτων.
Έτσι, συνεχίζουμε να αγνοούμε ότι σε κάθε περιοχή της κοινωνίας μας αναπτύσσονται φαινόμενα βίας που συνθλίβουν την αξιοπρέπεια απλών, αλλά αδύναμων ανθρώπων, απέναντι στους θρασείς ή τους νταήδες.
Συνεχίζουμε να αγνοούμε ότι αυτή η εγγενής αδυναμία της κοινωνίας μας -που είναι εγγενής αδυναμία όλων των ανθρώπινων κοινωνιών- και η χρόνια ασθένεια της δημοκρατίας μας, ναι μεν δεν μπορεί να εξαλειφθεί πλήρως, αλλά μπορεί να περιοριστεί δραστικά. Και όσο η κάθε λογής βία θα περιορίζεται, τόσο θα ενισχύονται η αξιοπρέπεια και η αυτοπεποίθηση των πολιτών, καθώς και η ευημερία τους.
Η αφετηρία για την αντιμετώπιση της βίας
Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα άμεσα είναι η θεμελιώδης αναμόρφωση του θεσμικού ποινικού οικοδομήματος της χώρας. Οδηγός μας μπορεί να είναι τα αντίστοιχα θεσμικά πλαίσια των πιο προηγμένων δημοκρατιών της Ευρώπης. Αυτά που ορίζουν ότι οι επιβαλλόμενες από τα δικαστήρια ποινές είναι κατ' αρχάς αμετάτρεπτες.
Ότι η τυχόν αναστολή εκτέλεσης της ποινής που μπορεί να επιβάλει το δικαστήριο θα χορηγείται υπό όρους, που αν παραβιαστούν ή τελεσθεί νέα αξιόποινη πράξη, τότε η ποινή που είχε ανασταλεί θα εκτελείται άμεσα στη φυλακή. Ότι δεν δικαιολογείται να καταδικάζεται κάποιος σε κάθειρξη πολλών ετών και να μένει ελεύθερος μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.
Η αστυνομία, όταν υπάρχει πολιτική βούληση, μπορεί να έχει αξιοθαύμαστα επιχειρησιακά αποτελέσματα. Όμως σήμερα, με τη διαρκή παρέμβαση των πολιτικών της ηγεσιών, παραμένει πολλές φορές άπραγη και αμήχανη μπροστά σε επιθέσεις που θα μπορούσε να τις διαχειριστεί αποτελεσματικά.
Την ίδια στιγμή, εξαιτίας του σαθρού ποινικού μας συστήματος, πολλοί αστυνομικοί αισθάνονται ότι ματαιοπονούν όταν συλλαμβάνουν κάποιους εγκληματίες, γιατί τα δικαστήρια, μη έχοντας το κατάλληλο νομικό οπλοστάσιο, θα τους καταδικάσουν μεν, αλλά θα τους αφήσουν ελεύθερους. Και αν κάποιοι οδηγηθούν στη φυλακή, όλο και ένας «νόμος Παρασκευόπουλου» θα τους ζητήσει συγγνώμη για την ταλαιπωρία τους και θα αφεθούν ελεύθεροι για να συνεχίσουν τη βαριά εγκληματική τους δράση.
Η δημοκρατία μας δεν χρειάζεται να στοχοποιήσει κανέναν ή καμία ομάδα ξεχωριστά. Οι διατάξεις που αφορούν στην αντιμετώπιση της βίας οφείλουν να είναι γενικής εφαρμογής και να ισχύουν για όλους όσοι την ασκούν, οπουδήποτε κι αν την ασκούν.
Η τόσο αναγκαία ειρήνευση της κοινωνίας μας πρέπει να περάσει μέσα από αυτό το πεδίο. Πολλές κοινωνίες που τις ονομάζουμε προηγμένες τα κατάφεραν εδώ και πολλές δεκαετίες. Δεν αποτελούνται από καλύτερους ανθρώπους. Απλώς συμφώνησαν και πειθάρχησαν, ανεβάζοντας την ποιότητα της δημοκρατίας τους και την ευημερία τους.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της 21ης Δεκεμβρίου