Μπορεί οι δημοκρατικές κατακτήσεις να κερδίζονται με δυσκολία αλλά, μετά την καθιέρωσή τους, θεσμοθετούνται κατά κάποιο τρόπο και γίνονται σεβαστές από όλους. Τέτοια κατάκτηση είναι το «ντιμπέιτ», ο διάλογος δηλαδή πριν τις βουλευτικές και στις εσωκομματικές εκλογές. Αυτός ο διάλογος είναι αναγκαίο να γίνει και αυτή τη φορά εν όψει της ανάδειξης της νέας ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής.
Τη στιγμή ειδικά που όλοι σχεδόν οι υποψήφιοι δηλώνουν ότι δεν απευθύνονται αποκλειστικά στην εκλογική βάση του κόμματος αλλά πολύ ευρύτερα, σε όλους τους προοδευτικούς πολίτες, ανεξάρτητα από τις εκλογικές τους προτιμήσεις και τους καλούν να συμμετάσχουν στην εκλογική διαδικασία ενώ οι μετρήσεις της κοινής γνώμης είναι, μετά από καιρό, πολύ πιο αισιόδοξες.
Είναι πολύ φυσικό, οι πολίτες που ενδιαφέρονται για τη μελλοντική πορεία και την προοπτική του ΚΙΝΑΛ να περιμένουν να ακούσουν και να κρίνουν τους υποψηφίους ηγέτες παρακολουθώντας τη μεταξύ τους ζωντανή αντιπαράθεση προκειμένου να διαμορφώσουν γνώμη και να κάνουν την επιλογή τους. Η αμεσότητα του διαλόγου θα δώσει απαντήσεις στα κύρια ερωτήματα της πολιτικής ζωής.
Όπως το ποιες είναι οι προτεραιότητες και οι προτάσεις κάθε υποψηφίου για τον χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων που επείγει να γίνουν ή ποιες οι πολιτικές συμμαχίες που προκρίνει για τη διακυβέρνηση της χώρας και την υλοποίηση του προγράμματός του και σε ποια βάση ή ακόμα πως συνδυάζεται η προδιαγεγραμμένη «επιστροφή στα σύμβολα του ΠΑΣΟΚ» με την ανάγκη διεύρυνσης της Δημοκρατικής Παράταξης.
Θα περίμενε κανείς ότι μια τέτοια «θεσμοθετημένη» δημοκρατική διαδικασία, όπως το προεκλογικό ντιμπέιτ, θα απασχολούσε τα επιτελεία των υποψηφίων μόνο ως προς τα διαδικαστικά ζητήματα της συμφωνίας στην ημερομηνία, στα ονόματα των δημοσιογράφων και στις θεματικές ενότητες.
Ωστόσο, σε μια χώρα που τα αυτονόητα εξακολουθούν να είναι ζητούμενα, το ντιμπέιτ σκόνταψε στην επίμονη άρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, με διάφορα προσχήματα που δεν αντέχουν σε κριτική. Ο πρώην πρωθυπουργός γνωρίζει καλά ότι η ζωντανή πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των υποψηφίων, πρόσωπο με πρόσωπο, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από zoomαρισμένες με εκφωνήσεις προκατασκευασμένων μονολόγων.
Αν σκεφτεί κανείς ότι ούτε στην προηγούμενη εσωκομματική αναμέτρηση του ΠΑΣΟΚ, το 2007, την οποία ο σημερινός Πρόεδρος του ΚΙΔΗΣΟ είχε κερδίσει, δεν είχε γίνει ντιμπέιτ μεταξύ των τριών τότε υποψηφίων, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η στάση του αυτή απέναντι στα εσωκομματικά ντιμπέιτ, είναι πάγια.
Πρόκειται όμως για μια στάση υποτιμητική, όχι μόνο για τα μέλη του Κινήματος Αλλαγής που τον έστειλαν ξανά με την ψήφο τους στη Βουλή, αλλά και για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που προσκαλείται στις κάλπες του ΚΙΝΑΛ. Δυστυχώς, ένα μέρος στελεχών της Κεντροαριστεράς που στήριξαν με συνέπεια και αγώνες στη διαδρομή τους τις δημοκρατικές διαδικασίες, θεωρούν ότι η δικαιολογημένη αυτή κριτική στην άρνηση του Γιώργου Παπανδρέου να συμμετάσχει στα ντιμπέιτ, είναι αποτέλεσμα «επιθέσεων εχθρικών συμφερόντων».
Ας ελπίσουμε ότι, στις 29 Νοεμβρίου που έχει καθοριστεί το πρώτο ντιμπέιτ μεταξύ των υποψηφίων, η θέση του πρώην πρωθυπουργού δεν θα είναι κενή. Είναι θέμα σεβασμού των μελών του ΠΑΣΟΚ και του Κινήματος Αλλαγής καθώς και των δημοκρατικών πολιτών που καλούνται στις κάλπες και που θέλουν να επιλέξουν, στη βάση καθαρών πολιτικών θέσεων και όχι στη βάση ονομάτων και αξιωμάτων.
* Ο Γιάννης Μεϊμάρογλου είναι εκδότης του ηλεκτρονικού περιοδικού metarithmisi.gr