Όποτε και αν γίνουν εκλογές, ο καιρός εγγύς. Η ΝΔ παραμένει πρώτη με ψαλιδισμένη την προοπτική αυτοδυναμίας. Το γεγονός ότι το ελλείπον ποσοστό μετακομίζει στην επικράτεια της αδιευκρίνιστης ψήφου και δεν προσεγγίζει τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ, της επιτρέπει να διατηρεί ελπίδες ανάκαμψης, για δύο κυρίως λόγους:
Ένα τμήμα των πολιτών απεύχεται την ακυβερνησία. Με δυσθυμία ίσως επιστρέψουν το κυβερνών κόμμα. Ο δεύτερος είναι ότι οι εκλογές είναι «συγκριτική διαδικασία». Ο μέσος πολίτης δεν ψηφίζει το ιδανικό κόμμα των ονείρων του, που δεν υπάρχει, αλλά με την ψήφο του υψώνει ανάχωμα μήπως επέλθει αυτό που θεωρεί ως χειρότερο.
Και επειδή η εναλλακτική είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και η απεχθής πολιτεία του, αυτό το απομακρυνθέν τμήμα ενδέχεται να ψηφίσει ΝΔ για να ανακόψει την επάνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Οπότε είναι λογικό που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εισπράττει, όσο μειλίχιος και να προσπαθεί να εμφανισθεί στις τηλεοράσεις ο Τσίπρας. Η μειλιχιότητα δεν υποκαθιστά την έλλειψη αξιοπιστίας κάποιου «προγράμματος» κυβερνησιμότητας. Το παρελθόν καθορίζει το παρόν.
Καθόλου δεδομένη ωστόσο δεν είναι η μη θελκτικότητα του ΠΑΣΟΚ. Ναι μας έβαλε στα μνημόνια (δεν εξετάζεται εδώ το αναγκαίως η όχι), αλλά ο λαός πέραν των φανατικά ενταγμένων σε τα άλλα κόμματα, δεν διάκειται εχθρικά, όπως στον ΣΥΡΙΖΑ. Διατηρεί μνήμες και από την εποχή της ευωχίας, έστω και δανειακής. Παράλληλα δεν έχει οπαδούς στα κοινωνικά δίκτυα ούτε στελέχη (και δεν είναι μόνο ο δακτυλοδεικτούμενος Πολάκης) που να εκχέουν τοξικότητα και εχθροπάθεια, ώστε να πολώνουν και να λες «ποτέ αυτοί ξανά».
Φάνηκε και από το δημοσκοπικό ξεπέταγμα άμα τη ανόδω του Ανδρουλάκη, ο οποίος γρήγορα απομάγευσε. Εν αρχή δυσαρέστησε το γεγονός ότι δεν παραιτήθηκε της ευρωβουλευτικής έδρας. Ο λαός το εξέλαβε ως δραχμοθηρικό ωφελιμισμό. Του καταλογίζουν ότι άφησε το ΠΑΣΟΚ χωρίς ευρωβουλευτή, με δεδομένο ότι από τους δύο η Καϊλή βρίσκεται στη φυλακή και αυτός πηγαινοέρχεται.
Άλλωστε η πιο εμφανής δραστηριότητά του ως ευρωβουλευτού από το Καλοκαίρι, είναι η ενασχόληση των κοινοτικών Οργάνων με το προσωπικό του θέμα, την παρακολούθηση. Υπάρχουν βέβαια και οι καχύποπτοι που εικάζουν ότι δεν παρέδωσε την έδρα επειδή θα αντικατασταθεί από τον Νίκο Παπανδρέου, με ό,τι και αν σημαίνει αυτό…
Στην συνέχεια άρχισε μια αλληλουχία αλλαγής θέσεων που θύμιζε ζαλιστική πιρουέτα, την οποία θα ζήλευε… και ο Τσίπρας.
Τη μια, τότε που φούσκωναν τα δημοσκοπικά πανιά, είπε ότι δεν θα δουν από μας πρωθυπουργία οι Μητσοτάκης και Τσίπρας. Την άλλη έθεσε ως προϋπόθεση συνεργασίας την «ισχυρή λαϊκή εντολή», όπερ διπλάσιο ποσοστό. Λες και έχει σημασία αν θα λάβει 9,5% ή 11%, στην περίπτωση που δεν υπάρξει αυτοδυναμία.
Στην συνέχεια θέλησε να στείλει τη ΝΔ στην αντιπολίτευση για τη δημιουργία μιας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης (άρα σε αυτές τις εκλογές και προφανώς με τον ΣΥΡΙΖΑ). Ακολούθως, υποστήριξε ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση (άρα στις επόμενες εκλογές!).
Και τελευταία η νέα εκδοχή. Ναι μεν δεν αναφέρει το ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας αλλά δηλώνει ότι «Η χώρα θα έχει κυβέρνηση μετά τις εκλογές, το θέμα είναι να έχει τη σωστή κυβέρνηση».
Το ποια είναι η «σωστή κυβέρνηση» το κρατάει μυστικό. Μόνο που αυτή η μυστικοπάθεια είναι αντιπαραγωγική. Υποτίθεται ότι αν πει ότι θα συγκυβερνήσει με τη ΝΔ θα του φύγουν οι αριστερόστροφοι και ότι θα τον κατηγορήσουν ότι γίνεται τσιράκι της Δεξιάς (αυτοί που ήδη έχουν φύγει για τον ΣΥΡΙΖΑ ή ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ). Αν πει ότι θα πάει με τον ΣΥΡΙΖΑ θα του φύγουν οι εκσυγχρονιστές.
Ε, και, τι έχει να χάσει; Όσοι έμειναν στο ΠΑΣΟΚ, έμειναν είτε από ορθολογισμό είτε από συναισθηματική πρόσδεση. Δεν δίνουν σημασία στο τι θα πει το περονιστικό κακέκτυπο της Ελλάδας, ο ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο απεχθάνονται (ο Περόν τουλάχιστον, ασχέτως του λαϊκισμού του ήταν κοινωνικός μεταρρυθμιστής και ηγέτης. Φυλακίστηκε και άντεξε).
Δεν μας πέφτει λόγος, αλλά οι επαμφοτερίζουσες θέσεις του Ανδρουλάκη εμπράκτως έδειξαν την αναποτελεσματικότητά τους μέσω των δημοσκοπήσεων. Δεν έχει πλέον να χάσει κάτι αν γίνει πιο συγκεκριμένος.