Μπαίνοντας στην τελική ευθεία, για το βασικό ερώτημα των εκλογών -ποιο κόμμα θα είναι πρώτο- σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις επικρατέστερη είναι η Νέα Δημοκρατία. Βέβαια, σε μία περίοδο πυκνή από γεγονότα, δεν αποκλείεται εντελώς μια εικόνα που για καιρό δείχνει παγιωμένη, τελικά να ανατραπεί. Όμως, ακόμα κι αν η πρωτοκαθεδρία της ΝΔ δεν αμφισβητηθεί, υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα που μένει να απαντηθούν στις κάλπες.
Με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα, μπορούμε να ξεχωρίσουμε 5 κρίσιμα αριθμητικά -και ταυτοχρόνως πολιτικά- «στοιχήματα». Από αυτά θα εξαρτηθεί αν θα γίνουν δεύτερες εκλογές, υπό ποιες συνθήκες θα διεξαχθούν και τι θα μπορούμε να περιμένουμε από το αποτέλεσμά τους.
Να ξεκαθαριστεί εξαρχής κάτι: Τα αριθμητικά-πολιτικά όρια που ακολουθούν, βρίσκονται βέβαια εντός των δημοσκοπικώς αναμενομένων με βάση τις δημοσιευμένες έρευνες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι οι δημοσκοπικοί μέσοι όροι. Δεν έχουν προσδιοριστεί εκεί επειδή θεωρούνται τα πιο πιθανά -αντιθέτως, σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι. Το κριτήριο καθορισμού τους, είναι πολιτικό.
Ας τα δούμε ένα-ένα:
Η ΝΔ θα είναι πάνω ή κάτω από 34%; Όσο πιο πάνω βρεθεί από αυτό το ποσοστό, τόσο πιο ορατός θα είναι ο στόχος της αυτοδυναμίας σε ενδεχόμενες δεύτερες εκλογές. (Στις οποίες εκτιμάται ότι θα χρειαστεί ποσοστό άνω του 37%, ίσως και άνω του 38%.) Αντιθέτως, ενδεχόμενη «χαλαρή ψήφος» στις πρώτες εκλογές, μπορεί να πλήξει τη ΝΔ διπλά, υπονομεύοντας προκαταβολικά το ποσοστό της και στις δεύτερες. Ταυτόχρονα, βέβαια, όσο πιο ψηλά βρεθεί η ΝΔ στις πρώτες εκλογές, τόσο δυσκολότερο θα είναι οποιαδήποτε συνεργασία άλλων κομμάτων να αθροίζει 151 έδρες ώστε να μπορεί να συγκροτηθεί η λεγόμενη «κυβέρνηση των ηττημένων». Ενώ αν η ΝΔ βρεθεί σε χαμηλό ποσοστό, πιθανόν να είναι πιο θετική σε ενδεχόμενο συγκυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πάνω ή κάτω από 31%; Ακόμα και αν δεν επιτύχει τον επισήμως διακηρυγμένο στόχο του να βγει 1ο κόμμα, είναι κρίσιμο για τον ΣΥΡΙΖΑ να περάσει αυτό το ποσοστό. Πρώτον για να μην έχει ευρεία διαφορά από τη ΝΔ, που θα δυσκολέψει την προοπτική του σε ενδεχόμενες δεύτερες εκλογές. Δεύτερον, γιατί με χαμηλότερο ποσοστό είναι πρακτικά απίθανο να μπορεί αριθμητικά να συγκροτήσει συγκυβέρνηση. Και τρίτον, γιατί αν λάβει κάτω από 31% (κι ακόμα περισσότερο, αν λάβει κάτω από 30%) το ποσοστό του θα είναι αισθητά μικρότερο από του 2019 (31,5%) το οποίο μπορεί να συνιστά ήττα όχι εύκολα διαχειρίσιμη για τον κ.Τσίπρα, εκτός αλλά ίσως κι εντός του κόμματος του.
Η διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων θα είναι πάνω ή κάτω από 4%; Μια διαφορά κάτω του 4% (κι ακόμα περισσότερο κάτω από 3%) ίσως φαίνεται δυνητικά αναστρέψιμη σε δεύτερες εκλογές. Και τα δύο κόμματα έχουν πιθανές δεξαμενές αντλήσεως ψήφων σε δεύτερο χρόνο, όμως οι δεξαμενές του ΣΥΡΙΖΑ -εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον- δείχνουν μεγαλύτερες.
Ένας κύριος λόγος, πάντως, που δεν κλείνει η ψαλίδα, είναι ότι -δημοσκοπικά- αντίθετα με ό,τι συνήθως συμβαίνει στον ελληνικό δικομματισμό, μεταξύ των δύο πρώτων καταγράφονται ελάχιστες μετακινήσεις.
Κατά μία έννοια, την προσπάθεια της ΝΔ για αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές ίσως δεν την ευνοεί η πολύ μεγάλη διαφορά στις πρώτες, ιδίως αν σημειωθεί σε χαμηλά ποσοστά του δικομματισμού. Ενώ μια διαφορά π.χ. 3-4 μονάδων, που θα είναι σαφής μεν αλλά θα δίνει και μια αίσθηση ότι το παιχνίδι της πρωτιάς ίσως «παίζεται», μπορεί να επιτείνει την πόλωση και αυτό να φέρει συσπειρώσεις γύρω και από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, διευκολύνοντας έτσι την επίτευξη αυτοδυναμίας. (Γενικότερα βέβαια, δεν αποκλείεται τα δύο πρώτα κόμματα να αυξήσουν σημαντικά τα ποσοστά τους μεταξύ των δύο εκλογών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το 2012 που αυξήθηκαν κατά 11% και 10%, αλλά και το 2019 που από τις Ευρωεκλογές στις Βουλευτικές αυξήθηκαν κατά σχεδόν 7% και 8%.)
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα είναι πάνω ή κάτω από 10%; Το ποσοστό αυτό, αποτελεί ένα προφανές «ψυχολογικό» όριο. Ταυτόχρονα, είναι καθαρά μεγαλύτερο από την επίδοση του 2019 (8,1%). Όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, με τόσο μεγαλύτερες αξιώσεις θα μπορεί να συζητήσει πιθανή συγκυβέρνηση με ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ. Ο Πρόεδρός του έχει θέσει το διψήφιο ποσοστό ως πολιτικό προαπαιτούμενο, ενώ, ιδίως στην περίπτωση σύμπραξης με το 2ο και άλλα κόμματα, αποτελεί και μαθηματικό προαπαιτούμενο.
Εξίσου ή και περισσότερο σημαντικό, όμως, είναι ότι το 10%+ αποτελεί μια αναγκαία καλή αφετηρία για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στις ενδεχόμενες δεύτερες εκλογές. Σε αυτές, ο μεγάλος κίνδυνος για το 3ο κόμμα θα είναι να πιεστεί ασφυκτικά από την πόλωση και να χάσει ψήφους και προς τις δύο κατευθύνσεις. Για να ανταπεξέλθει, πρέπει να έχει δείξει στις πρώτες εκλογές ότι ανακτά σε σημαντικό βαθμό τις αναφορές του στην κοινωνία, ώστε να εδραιωθεί ξανά.
Η Βουλή θα έχει πάνω ή κάτω από 5 κόμματα; Αυτή τη στιγμή οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν καθαρά εντός το ΜέΡΑ25 (με άνοδο το τελευταίο διάστημα) και την Ελληνική Λύση (με πτωτική τάση). Στην τελική ευθεία σίγουρα θα πιεστούν αλλά φαίνεται δύσκολο κάποιο από τα δύο να μείνει εκτός. Αντιθέτως, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς κάποιο από τα μικρότερα κόμματα, ιδίως του δεξιού-ακροδεξιού χώρου, να ανεβάσει τα ποσοστά του παίρνοντας υποστηρικτές του κόμματος Κασιδιάρη.
Μία Βουλή με περισσότερα από 5 κόμματα, ίσως αυξήσει τις πιθανότητες συγκυβερνήσεων. Ακόμα περισσότερο, η είσοδος ή όχι 6ου κόμματος στη Βουλή θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στις δεύτερες εκλογές, καθώς μπορεί να μετακινήσει τον πήχυ της αυτοδυναμίας κατά περίπου 1%. Κόμμα που θα μείνει εκτός Βουλής στις πρώτες εκλογές, θα είναι πιο δύσκολο να συγκρατήσει δυνάμεις στις δεύτερες και να μην απωλέσει σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων του.
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω, το βράδυ των εκλογών, θα δημιουργήσει ένα νέο πολιτικό τοπίο. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται πιο πιθανό το αποτέλεσμα να βρίσκεται πάνω από το όριο και σε κάποιες κάτω από αυτό.
* Κλείνοντας, ένα…disclaimer, που δεν θα έπρεπε να είναι αναγκαίο αλλά μάλλον είναι: Όλα τα παραπάνω, δεν αποτελούν εκλογική πρόβλεψη, αλλά πολιτική ανάλυση. Και η ανάλυση δεν γίνεται με βάση «μαντεψιές», ούτε πολύ περισσότερο επιθυμίες, αλλά με δεδομένα. Από σήμερα έως τις εκλογές, βέβαια, μεσολαβεί ακόμα μια εβδομάδα κατά την οποία πολλά θα μπορούσαν να αλλάξουν. Κάθε εκτίμηση, μένει να επιβεβαιωθεί ή να διαψευστεί στις κάλπες.
Άκης Γεωργακέλλος, σύμβουλος Επικοινωνίας & Στρατηγικής