Ακούγεται εδώ και πολύ καιρό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στη διάθεσή του δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι η σκληρή, διχαστική και πολλές φορές υβριστική ρητορική που συνοδεύεται και από προθέσεις δολοφονίας χαρακτήρων είναι πρώτη στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων που προτίθενται να τον ξαναψηφίσουν.
Δεν είναι περίεργο.
Γιατί το 22% γύρω από το οποίο κινείται πια το δημοσκοπικό ποσοστό του, αποτελείται από έναν σκληρό ΑΥΡΙΑΝΙΚΟ πυρήνα εθισμένο από παλιά στην εμφυλιοπολεμικής κοπής αντιδεξιά ρητορική του πρώιμου ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ.
Το παλιό 3-4% του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ είτε μετεωρίζεται πολιτικά, απογοητευμένο από τους τσαρλατανισμούς της πρώτης φοράς αριστεράς και της επιλογής Καμένου, είτε έχοντας διαβεί τον Ρουβίκωνα της ψευδαίσθησης του αριστερού ηθικού πλεονεκτήματος συντάσσεται με την Λογική, παρέχοντας σιωπηλή, κριτική στήριξη στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Το υπόλοιπο 6% μέχρι την εκλογική οροφή του Ιουλίου του 2019, συγκροτεί ένα αμάλγαμα σκληρών συντεχνιακών και ατομικών συμφερόντων που αισθάνονται μεν «μη προνομιούχα» κάθε φορά που αυξάνει η διαφάνεια, μειώνεται η γραφειοκρατία και απαξιώνονται τα πελατειακά δίκτυα, αλλά προτιμούν την προσαρμοστικότητα από τη «σημαία» του πολακικού αντιδεξιού «αγώνα».
Αυτό το 6% ήταν που πρώτο μετακόμισε το 2015 από το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ στο ΣΥΡΙΖΑ εκτιμώντας σωστά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πείραζε λιγότερο τα προνόμιά τους, που κινδύνευαν από την μνημονιακή δέσμευση να μαζέψουμε το διαρκές, μεταπολιτευτικό δημοσιονομικό ξεχείλωμα, αλλά και το πρώτο που μετά το 2019 διαισθάνθηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο καπετάνιος του επέλεξαν να πλεύσουν στα νερά του άγονου «πολακισμού».
Και ξαναμετακόμισε δημοσκοπικά, δίνοντας «αέρα στα πανιά» του Νίκου Ανδρουλάκη και του ΚΙΝΑΛ.
Τα ξέρουν αυτά στο ΚΙΝΑΛ.
Και δυστυχώς φαίνεται να πιστεύουν ότι μιλώντας για χουλιγκανισμό στη σύγκρουση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, εξισώνοντας δηλαδή θύματα και θύτες, θα καταφέρουν να τραβήξουν προς το ΚΙΝΑΛ περισσότερους και περισσότερο χούλιγκανς από αυτούς που ήδη επανέκαμψαν, έστω δημοσκοπικά.
Άλλωστε, ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ ξέρουν ότι το ενδεχόμενο κυβερνητικό μέλλον τους έχει ήδη μετατεθεί για τη μεθεπόμενη τετραετία και, το κυριότερο, ότι στο τέλος της επόμενης το εκλογικό τοπίο μάλλον θα παραπέμπει στην ανάγκη προσέγγισής τους για να έχουν κάποια τύχη στην αναμέτρησή τους με την Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Κατά συνέπεια η πλειοδοσία τους σε αραχνιασμένες αντιδεξιές κορώνες θα συνεχιστεί και θα ενταθεί, αφού οι επόμενες εκλογές θα καθορίσουν ποιος από τους δύο θα επιβάλλει την ατζέντα σύγκλισης και συνεργασίας τους στις μεθεπόμενες.
Είναι πολιτική αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι σε βάθος χρόνου δεν θα υπάρξει σύγκλιση και συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.
Είναι όμως πολύ αμφίβολο αν θα μπορέσουν, σε βάθος χρόνου, να καταφέρουν με αυτήν την αντιδεξιά κενολογία να συγκροτήσουν έναν αξιόπιστο εναλλακτικό κυβερνητικό πόλο στο δικομματικό πλαίσιο που όλος ο δυτικός κόσμος εξασφαλίζει την ομαλή διακυβέρνηση, την ώρα που ο Κ. Μητσοτάκης και η φιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία θα απαντούν με επενδύσεις, θέσεις εργασίας, μειώσεις φόρων, αύξηση του ΑΕΠ, ισχυρές στρατηγικές συμμαχίες και ενεργητική εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια.
Και εδώ μπαίνουν στο παιχνίδι όσοι στο ΚΙΝΑΛ και τον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι επιλέγουν τον άλλο δρόμο.
Της φυγής προς τα εμπρός.
Της αποδέσμευσης από όλα τα χρεοκοπημένα και κάλπικα αντιδεξιά στερεότυπα και της αντιπαράθεσης με την Νέα Δημοκρατία στο πεδίο της ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού του κράτους και της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας.
Επειδή ο Κος Ανδρουλάκης δείχνει να έχει πρόθεση να εξελιχθεί σε έναν πολιτικό που μπορεί κάποιος να συζητήσει, να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει μαζί του πολιτισμένα, δημοκρατικά και εποικοδομητικά, μόνο ένας στον αντιδεξιό πόλο βαδίζει στα ιδεοληπτικά κατσάβραχα που ήδη τον οδηγούν στην πολιτική αυτοκτονία.
Και όλοι ξέρουμε ποιος είναι αυτός, όσο ο ίδιος και τα ντόπερμαν της κλίκας του συνεχίζουν το γνωστό τροπάριο «η τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» ακόμα και από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων.
Ας προσέξει ωστόσο το ΚΙΝΑΛ, γιατί στο γήπεδο του πολιτικού γκαιμπελισμού ουδείς μπορεί να ανταγωνιστεί τον Τσίπρα και τους ομοίους του, κάτι που ο Κος Ανδρουλάκης προφανώς γνωρίζει καλά.