Ο καλύτερος τρόπος για να μετρά κανείς τις αμοιβές, τις δικές του, των άλλων και όσες πρέπει να πληρώσει είναι το ωρομίσθιο. Καλύτερα κι από το «μεροκάματο» γιατί αποδίδει το πραγματικό κόστος και το πραγματικό εισόδημα. Σε άλλες, περισσότερο αναπτυγμένες, οικονομίες υπάρχει παράδοση μέτρησης «με την ώρα».
Σε μας, για όσες δουλειές χαρακτηρίζονται «χειρωνακτικές» πάμε κατά κανόνα με το μεροκάματο, με αποτέλεσμα ακόμη και η ευρωπαϊκή στατιστική να μη διαθέτει επαρκή στοιχεία για την Ελλάδα. Αλλά, ήδη, στις υπηρεσίες προκρίνεται σταδιακά η ωριαία αμοιβή.
Παραδόξως, οι πολλοί δικηγόροι δεν το έχουν «επιβάλλει» στους πελάτες τους, αλλά οι δικηγορικές εταιρείες, όπως και οι ελεγκτικές, το εφαρμόζουν εδώ και πολύ καιρό. Αλλά και οι χρεώσεις εταιρειών μηχανοργάνωσης δηλαδή προγραμματισμού, ακόμη και δημοσίων σχέσεων, στηρίζονται στις ώρες. Με την ώρα χρεώνουν και ορισμένες ειδικότητες, όπως ψυχολόγοι ή άλλες υπηρεσίες ευεξίας κι ας το ονομάζουν με διαφορετικούς τρόπους.
Η αύξηση του κόστους εργασίας, ειδικά όταν μετρηθεί με την ώρα, είναι εντυπωσιακή. Οι απλές δουλειές, παράδειγμα ο καθαρισμός, πληρώνεται από 5 μέχρι και 14 ευρώ την ώρα, ειδικά όταν πρόκειται για επαγγελματικές εγκαταστάσεις, με αυξήσεις την τελευταία χρονιά μεγαλύτερες από 20%. Καλύτερα φαίνεται η εξέλιξη στα μεροκάματα, που πάνε από 40 μέχρι και 120 από τον «ανειδίκευτο βοηθό» μέχρι τον «τεχνίτη».
Φυσικά μιλάμε για «καθαρές» δουλειές. Στο χέρι δηλαδή. «Μαύρα» βρε παιδί μου. Αν θέλεις να είσαι ΟΚ με το νόμο, πρέπει να βάλεις εσύ όλες τις κρατήσεις, του εργαζομένου και του εργοδότη. Που σημαίνει, πρακτικά, ότι το κόστος σχεδόν θα διπλασιαστεί. Η ανεπίσημη οικονομία, όσο κι αν προσπαθούμε να τη στιγματίσουμε μιλώντας για παραοικονομία ή «μαύρη εργασία» αντιμετωπίζει με τρόπο ταχυδακτυλουργικό τη βαριά γραφειοκρατία και τους απίθανους περιορισμούς που ισχύουν.
Άλλωστε και η μερική απασχόληση, που τηρεί τα προβλεπόμενα για τις ασφαλιστικές και άλλες κρατήσεις, στο ίδιο αποτέλεσμα αποσκοπεί, αφού κατά κανόνα το ωράριο επεκτείνεται «όταν υπάρχει δουλειά» για όσες ώρες χρειάζεται, προφανώς έξω από τα όρια των κανονιστικών διατάξεων.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, όσοι εργαζόμενοι πληρώνονται με το μηνιάτικο είναι καθαρά και ξάστερα ριγμένοι. Είναι το σύγχρονο προλεταριάτο. Παραδόξως σε αυτό ανήκουν νέοι με σπουδές, εξειδίκευση και συχνά επαρκέστατη εμπειρία. Ζούμε σε μια τριπλή κλίμακα αμοιβών. Η επίσημη που καταδικάζει πολλές χιλιάδες εργαζομένων σε στενάχωρο εισόδημα. Η ημιεπίσημη, που δημιουργεί ευκαιρίες. Και η ανεπίσημη που προσφέρει αυξημένη αγοραστική δύναμη σε όσους κρατούν μακριά την εφορία.
Πρόκειται, προφανώς, για τρέλα. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια, αν προσπαθεί να μείνει «εντός νόμου», πόσο πραγματικά κοστίζει μια δουλειά, ένα τεχνικό έργο, η συγκομιδή καρπών, ένα σκάψιμο, μια ολοκληρωμένη υπηρεσία. Με αποτέλεσμα να επικρατεί παρανομία στην αγορά εργασίας, η μέτρηση της ανεργίας και προφανώς τα σχετικά επιδόματα να μην έχουν πραγματικό νόημα, ενώ χάνουν κολοσσιαία ποσά τα ασφαλιστικά ταμεία και βεβαίως η εφορία.
Πρόκειται για ένα (ακόμη) νεοελληνικό χάος. Αλλά και για κρυφό κόστος το οποίο, επειδή στην οικονομία τίποτε δεν εξαφανίζεται, μπαίνει στο κοστολόγιο, στις τιμές και τελικά στον πληθωρισμό.