Η αρμενική γενοκτονία δεν ήταν μια παράπλευρη απώλεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά κατάληξη ενός φανατικού σωβινισμού, που ήδη, από τα τέλη του 19ου αιώνα, είχε θεωρήσει τους Αρμένιους, στο σύνολο τους, ως διακριτής εθνικής ομάδας, ως απειλή για την τουρκική κυριαρχία στη Μικρά Ασία, τόνισε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ο βουλευτής της ΝΔ, Δημήτρης Καιρίδης, σε εκδήλωση της Εθνικής Αρμενικής Επιτροπής για τα 72 χρόνια από την Αρμενική Γενοκτονία.
Ο Δ. Καιρίδης σημείωσε ότι η Γενοκτονία, όταν δεν αναγνωρίζεται, αποτελεί ένα διαρκές έγκλημα και επισήμανε πως οι τουρκικές αρχές αντί για την αναγνώριση επιμένουν στη διεθνή εκστρατεία παραχάραξης της ιστορίας και διάψευσης των αδιαμφισβήτητων γεγονότων.
Πρόσθεσε, δε, ότι η αναγνώριση της Γενοκτονίας δεν είναι απλώς ένα ιστορικό ζήτημα αλλά μια ύψιστης σημασίας πολιτική πράξη που σηματοδοτεί την ειλικρινή καταδίκη για ότι συνέβη και τη δέσμευση να μην επαναληφθεί.
«Μια τέτοια αναγνώριση θα σηματοδοτούσε μια άλλη Τουρκία. Που, όμως, όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά και που καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο να υπάρξει», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αναλυτικά στην ομιλία του ο Δημήτρης Καιρίδης ανέφερε τα εξής:
«Φίλες και φίλοι,
Κυρίες και κύριοι,
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να εκπληρώσουμε ένα ύψιστο χρέος και να αποδώσουμε τον επιβαλλόμενο φόρο τιμής στα θύματα ενός απίστευτου εγκλήματος.
Τούτες τις μέρες, πριν από 107 χρόνια, την άνοιξη του 1915, κορυφώνονταν η γενοκτόνα μανία των Νεότουρκων σε βάρος των Αρμενίων της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, κυρίως, των Αρμενίων της ανατολικής Μικράς Ασίας. Ενάμισι εκατομμύριo Αρμένιοι σφαγιάστηκαν ή πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες, κατά τη διάρκεια του εκτοπισμού τους από τις πατρογονικές τους εστίες στη συριακή έρημο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το 25% των κατοίκων της Μικράς Ασίας, σύμφωνα με τις απογραφές των ίδιων των Οθωμανών, ήταν Χριστιανοί. Δέκα χρόνια μετά, το ποσοστό αυτό είχε πέσει κάτω από το 0,1%, εξαιτίας της γενοκτόνας πολιτικής των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών σε βάρος των Αρμενίων, των Ελλήνων και των υπόλοιπων Χριστιανών. Άλλωστε, η φετινή επέτειος της Αρμενικής Γενοκτονίας συμπίπτει με τα 100 χρόνια από την Καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Ως εγγονός Ελλήνων προσφύγων του Πόντου, μεγάλωσα με τη μνήμη αυτής της καταστροφής και, υπό μια έννοια, όλη η ακαδημαϊκή και επαγγελματική μου πορεία ήταν μια προσπάθεια κατανόησής και υπέρβασής της.
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Την πόλη από όπου ξεκίνησε η επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908 και όπου εξορίστηκε ο αιμοσταγής σουλτάνος Αμπντουλχαμίτ. Και της οποίας η απελευθέρωση, από τον ελληνικό στρατό το 1912, συγκλόνισε την οθωμανική ηγεσία και την κατέστησε ακόμα πιο νευρική και αδιάλλακτη έναντι κάθε μειονότητας στα εναπομείναντα εδάφη της αυτοκρατορίας και, κυρίως, στη Μικρά Ασία και, δη, σε εκείνα τα σημεία της που γειτνίαζαν με τη Ρωσία, δηλαδή στις αρμενικές επαρχίες της ανατολικής πλευράς της. Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, την πόλη, που μετά το 1922, δέχτηκε χιλιάδες πρόσφυγες από την Ανατολή, μεταξύ των οποίων και αρκετούς Αρμένιους και που, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, βίωσε, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, μια άλλη Γενοκτονία, το Ολοκαύτωμα της πολυπληθούς και ιστορικής εβραϊκής της κοινότητας.
Η 24η Απριλίου έχει ανακηρυχθεί διεθνώς ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Την ημέρα αυτή, το 1915, συλλαμβάνονταν από τις τουρκικές αρχές η αρμενική πνευματική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης, πριν οδηγηθεί στην εξόντωση. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο, εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι αφανίζονταν συστηματικά από το τότε τουρκικό κράτος, σύμφωνα με τις διαταγές και τις οδηγίες της νεοτουρκικής ηγεσίας.
Φέτος, η επέτειος συμπίπτει, την ερχόμενη Κυριακή, με το Πάσχα, τη μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή, η οποία συμπυκνώνει το χαρμόσυνο ευαγγελικό μήνυμα της Ανάστασης. Και είναι αυτή η αναστάσιμη προσδοκία που νοηματοδοτεί την ιστορική πορεία του αρχαίου λαού των Αρμενίων από το δράμα του 1915, στις σημερινές δυσκολίες αλλά και προσδοκίες.
Δεν υπάρχει και δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το έγκλημα που διαπράχθηκε τότε δεν ήταν μια παράπλευρη απώλεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπως οι απολογητές της Τουρκίας μάταια επιχειρούν να το παρουσιάσουν. Αντίθετα, ήταν η κατάληξη ενός φανατικού σωβινισμού, που ήδη, από τα τέλη του 19ου αιώνα, είχε θεωρήσει τους Αρμένιους, στο σύνολο τους, ως διακριτής εθνικής ομάδας, ως απειλή για την τουρκική κυριαρχία στη Μικρά Ασία. Η αντιμετώπιση της αρμενικής απειλής επέβαλε την εξολόθρευσή των Αρμενίων, μέσα από πογκρόμ, τα οποία, στην πορεία, συστηματοποιήθηκαν και αναβαθμίστηκαν σε γενοκτονία, αποκτώντας την κυβερνητική καθοδήγηση και τα κρατικά μέσα, ως επίσημη τουρκική πολιτική.
Είμαστε, λοιπόν, σήμερα εδώ, Αρμένιοι της Ελλάδας, απόγονοι των μαρτύρων της Γενοκτονίας αλλά και όλοι οι Έλληνες που, μαζί με τον πολιτισμένο κόσμο, δεν ξεχνάμε το έγκλημα, απαιτούμε την παγκόσμια καθολική αναγνώριση της Γενοκτονίας και διατρανώνουμε ότι θα συνεχίσουμε τον αγώνα γι’ αυτήν, ως χρέος στους ανθρώπους μας που χάθηκαν, στην ιστορία που διακόπηκε και στον πολιτισμό που καταστράφηκε αλλά και ως προϋπόθεση για να μην επαναληφθεί το ανήκουστο έγκλημα.
Δυστυχώς, οι τουρκικές αρχές αντί για την αναγνώριση επιμένουν στη διεθνή εκστρατεία παραχάραξης της ιστορίας και διάψευσης των αδιαμφισβήτητων γεγονότων. Εργαλειοποιώντας τη γεωστρατηγική θέση και την εμπορική αξία της σύγχρονης Τουρκίας, εκβιάζουν κυβερνήσεις, χρηματοδοτούν απολογητές και επιχειρούν να επηρεάσουν τη διεθνή κοινή γνώμη.
Ακόμα χειρότερα, στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας έχουν επιβάλλει μια σχεδόν απόλυτη σιωπή και λογοκρισία γύρω από το θέμα της Γενοκτονίας. Όμως, πέρα από τον δημόσιο λόγο στα σχολεία, στα ΜΜΕ ή στην πολιτική, η Τουρκία συστηματικά αρνείται το αρμενικό παρελθόν μεγάλου μέρους της ανατολικής Μικράς Ασίας αλλά και της υπόλοιπης Τουρκίας, βεβηλώνοντας ιστορικά μνημεία του αρμενικού πολιτισμού και αποδεικνύοντας στην πράξη ότι και η σημερινή Τουρκία όχι μόνο δεν μετανοεί αλλά συνεχίζει τη γενοκτόνα πολιτική των προπατόρων της.
Επιπλέον, η σημερινή Τουρκία καταδιώκει με πάθος τη Δημοκρατία της Αρμενίας, που αποτελεί το εθνικό καταφύγιο όσων επιβίωσαν. Στον πόλεμο που εξαπέλυσε το Αζερμπαϊτζάν σε βάρος της Αρμενίας, το φθινόπωρο του 2020, η Τουρκία πρωταγωνίστησε. Συνέδραμε ανοιχτά το Αζερμπαϊτζάν και πανηγύρισε την προέλαση του αζέρικου στρατού και των θηριωδιών που εξαπέλυσε σε βάρος των Αρμενίων. Ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχω καταγγείλει τις θηριωδίες αυτές αλλά και τις πρόσφατες εξαιρετικά ανησυχητικές παραβιάσεις της εκεχειρίας, με τη συνεχή υποδαύλιση της Τουρκίας. Χωρίς ίχνος μεταμέλειας για τα προηγούμενα εγκλήματα, η σημερινή Τουρκία εμβαθύνει το τραύμα που παραμένει ανεπούλωτο έναν αιώνα και πλέον μετά.
Η αντίστιξη με την έμπρακτη μεταμέλεια της μεταπολεμικής Γερμανίας δεν θα μπορούσε να είναι πιο εμφαντική. Ας σημειωθεί ότι η Γερμανία, εξαιτίας της ιστορικής ενοχής του Ολοκαυτώματος, όχι μόνο δεν διανοείται να το αρνηθεί αλλά και έχει αποφύγει να αντιπαρατεθεί, σε οποιοδήποτε ζήτημα, με το Ισραήλ, το οποίο έχει στηρίξει και οικονομικά και διπλωματικά, ως ελάχιστη αποζημίωση για ότι συνέβη.
Η Τουρκία κάνει το ακριβώς αντίθετο. Και αρνείται το έγκλημα και το ανακυκλώνει με κάθε τρόπο. Και στο εσωτερικό της και στην περιοχή της και διεθνώς. Σε βάρος της αρμενικής κληρονομιάς αλλά και της ίδιας της Αρμενίας.
Κι εδώ έγκειται το πιο κρίσιμο ίσως ζήτημα. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας δεν είναι απλώς ένα ιστορικό ζήτημα. Κάτι που αφορά το απώτερο παρελθόν. Αποτελεί μια ύψιστης σημασίας πολιτική πράξη που σηματοδοτεί την ειλικρινή καταδίκη για ότι συνέβη και τη δέσμευση να μην επαναληφθεί. Μια τέτοια αναγνώριση θα σηματοδοτούσε μια άλλη Τουρκία. Που, όμως, όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά και που καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο να υπάρξει.
Ποιο είναι το πρόβλημα; Η ιδρυτική και θεμελιώδης ιδεολογία της σύγχρονης Τουρκίας. Ποια είναι αυτή; Ο μισαλλόδοξος τουρκικός εθνικισμός. Ποια η διαφορά του με άλλους εθνικισμούς; Η χρονοκαθυστέρηση στην ανάπτυξή του αλλά και η ιδιαιτερότητα του βασικού φορέα επιβολής του.
Ο σύγχρονος ελληνικός εθνικισμός αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, την περίοδο των μεγάλων φιλελεύθερων επαναστάσεων, της Αμερικανικής και της Γαλλικής. Φορέας του ήταν οι έμποροι, οι δυτικοσπουδαγμένοι διανοητές και οι Φαναριώτες. Από την αρχή, συμπεριέλαβε ένα ισχυρό φιλελεύθερο πρόταγμα, όπως αποτυπώνεται τόσο στο έργο του Ρήγα όσο και στα επαναστατικά συντάγματα. Η αρμενική εθνική αφύπνιση, κατά τον 19ο αιώνα, είχε κι αυτή ως πρωτοπόρους τους εμπόρους και τους διανοητές.
Αντίθετα, η τουρκική περίπτωση ήταν διαφορετική. Ο τουρκικός εθνικισμός αναπτύχθηκε με καθυστέρηση, καθώς οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι παρέμειναν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, προσκολλημένοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και επαναπροσανατόλισαν την αφοσίωσή τους στη δημιουργία ενός εθνικού τουρκικού κράτους, μόνο όταν οι Χριστιανοί των Βαλκανίων, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου και, ακόμα περισσότερο, τους Βαλκανικούς Πολέμους, και οι Άραβες της Μέσης Ανατολής, με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, περιόρισαν τα οθωμανικά εδάφη στη μικρασιατική ενδοχώρα.
Φορέας αυτού του τουρκικού εθνικισμού δεν ήταν ούτε οι έμποροι ούτε οι διανοητές αλλά, κυρίως, οι στρατιωτικοί και κάποιοι μικροαστοί δημόσιοι υπάλληλοι, όπως ο Ταλάτ. Αυτός ο αργοπορημένος τουρκικός εθνικισμός δεν αναπτύχθηκε στην εποχή της άνθησης του φιλελευθερισμού, μέχρι το 1848, αλλά στην εποχή της αμφισβήτησής του, όπως είναι, κατεξοχήν, η εποχή από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνοδο της Πρωσίας και της Γερμανίας, και, κυρίως, από τον Πρώτο Παγκόσμιο μέχρι τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την άνθιση των ολοκληρωτισμών.
Με άλλα λόγια, ο τουρκικός εθνικισμός γρήγορα συνάντησε και παντρεύτηκε με τον φασισμό. Από νωρίς απέφυγε να μιλήσει για δικαιώματα και επικεντρώθηκε στη διάσωση του κράτους. Απέκτησε ένα στρατιωτικό ήθος από τους στρατιωτικούς φορείς του, οι οποίοι αντιλαμβάνονταν την κοινωνία ως στρατώνα, στον οποίο δικαιούνταν αλλά και όφειλαν να επιβάλλουν τη στρατιωτική πειθαρχία. Κάθε παρέκκλιση αποκλείονταν και τιμωρούνταν. Και κάθε πράξη προς εξυπηρέτηση του ύψιστου σκοπού, της διάσωσης του κράτους, επιτρέπονταν και δικαιολογούνταν. Η φασίζουσα αυτή αντίληψη διέκρινε τη νεοτουρκική ηγεσία και μπόλιασε και την Τουρκική Δημοκρατία που ακολούθησε. Ο Κεμάλ Ατατούρκ διοίκησε τη νέα Τουρκία ως στρατώνα και καθήλωσε την τουρκική κοινωνία στο κρεβάτι του εθνικιστικού προκρούστη που πρέσβευε, επιβάλλοντας μια ομοιογένεια, σε μια μέχρι τότε πολύχρωμη και πολυπολιτισμική κοινωνία.
Το γεγονός ότι η Τουρκία απέφυγε τη συμμετοχή της στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, της επέτρεψε να διατηρήσει μεταπολεμικά μεγάλο μέρος της ιδρυτικής κεμαλικής της ιδεολογίας, με κάποιες προσαρμογές, όπως οι εκλογές, που δεν αμφισβητούσαν όμως το κεντρικό εθνικιστικό και φασίζον, ανελεύθερο, κρατοκεντρικό και όχι κοινωνιοκεντρικό αφήγημα.
Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τη μεταπολεμική Γερμανία, όπου η ήττα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, της επέτρεψε να αποκοπεί από τον μεσοπολεμικό φασισμό της, η Τουρκία βγήκε αλώβητη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα, η κεμαλική σύνθεση εθνικισμού και αυταρχισμού να επιβιώσει, λίγο-πολύ, ανέπαφη. Ακόμα και ο Ερντογάν, παρά τις αρχικές του αμφιβολίες και παρεκκλίσεις, την υιοθέτησε, προκειμένου να μονοπωλήσει την εξουσία. Η υποχώρηση της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού διεθνώς, στα χρόνια μετά το 2000, και η αποδυνάμωση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, συνέβαλαν στη στροφή του Ερντογάν.
Κι έτσι σήμερα, η Τουρκία παραμένει δέσμια του παρελθόντος της. Κουβαλώντας άλυτες τις αντιφάσεις του. Σε βάρος των δικαιωμάτων των ίδιων των πολιτών της. Γιατί η άρνηση της Γενοκτονίας αποτελεί τρανή απόδειξη της αδυναμίας εκδημοκρατισμού της. Μια χώρα που ξεκίνησε υποτίθεται να εκδημοκρατικοποιείται το 1950, με τις πρώτες πολυκομματικές εκλογές μεταπολεμικά, και που 72 χρόνια μετά συνεχίζει να παλινδρομεί στον αυταρχισμό στο εσωτερικό και την επιθετικότητα στο εξωτερικό, γιατί δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί από την ιδρυτική της ιδεολογία.
Μιας ιδεολογίας η οποία προκάλεσε τη Γενοκτονία τότε ενώ σήμερα την οδηγεί στην άρνησή της, με τρόπο προκλητικά επιθετικό, και, ταυτόχρονα, βάλει εναντίον των δικαιωμάτων των ίδιων των Τούρκων πολιτών. Όχι μόνο των μειονοτήτων στο εσωτερικό της, όπως οι Αλεβίτες και οι Κούρδοι, αλλά και της ίδιας της σουνιτικής τουρκόφωνης πλειοψηφίας, που είναι κι αυτή θύμα του αυταρχισμού, της αδυναμίας του κράτους δικαίου, της έκπτωσης των θεσμών, της καταπάτησης των στοιχειωδέστερων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.ο.κ.
Κι έτσι, φίλες και φίλοι, ολοκληρώνεται ο κύκλος της μνήμης. Γιατί η Γενοκτονία, όταν δεν αναγνωρίζεται, αποτελεί ένα διαρκές έγκλημα. Που δηλητηριάζει τον κόσμο και τον ίδιο τον γενοκτόνο. Η αναγνώρισή της δεν αποτελεί μόνο χρέος γι’ αυτούς που χάθηκαν και για όσους επέζησαν, μέσα σε τόσες δυσκολίες. Αλλά και προϋπόθεση για έναν καλύτερο, ειρηνικότερο και πιο ανθρώπινο κόσμο.
Γι’ αυτό παλεύουμε και γι’ αυτό είμαστε σήμερα όλοι εδώ. Αυτός είναι ο αγώνας που έχουμε μπροστά μας, τόσο για μένα, ως εκπρόσωπος του ελληνικού λαού, που με τίμησε με την εμπιστοσύνη του, όσο και για όλους μας ως ελεύθεροι πολίτες, πέρα και πάνω από καταγωγή και επιμέρους ταυτότητες. Και τότε μόνον μπορεί το τραύμα να αρχίσει να επουλώνεται, το δράμα να λυτρώνεται, το έγκλημα ίσως να συγχωρείται.
Σας ευχαριστώ θερμά»