Προκαλεί μεγάλη εντύπωση ότι η συζήτηση για τη διοικητική μεταρρύθμιση είναι εξαιρετικά περιορισμένη στο δημόσιο διάλογο πριν τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Όπως θα σχολιάσω σε σχέση με τα προγράμματα των κομμάτων, απουσιάζει ένα πλαίσιο συνεκτικών προγραμματικών στόχων, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ενός κυβερνητικού προγράμματος για την επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο.
Έτσι, κινδυνεύουμε να υποπέσουμε σε μία νέα περίοδο μεταρρυθμιστικής αβελτηρίας με συνέπεια την επιδείνωση της υστέρησης του δημοσίου τομέα και του ανθρωπίνου δυναμικού του. Σε μία συγκυρία ραγδαίων διοικητικών αλλαγών, οι οποίες δεν εξαντλούνται στην αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών, αλλά απαιτούν βαθύτερες οργανωσιακές μεταβολές υπέρ της χρηστής και αποδοτικής διακυβέρνησης.
Η κρίση του 2009 ήταν σύμπτωμα των σοβαρών υστερήσεων του πολιτικο - διοικητικού συστήματος με κυρίαρχο πρόβλημα την αδυναμία ελέγχου των δημοσίων δαπανών, και την υστέρηση των φορολογικών εσόδων.
Η κάκιστη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του δημοσίου τομέα (απογραφή συνολικού δυναμικού ανά φορέα και είδος σύμβασης, κόστος μισθοδοσίας, περίγραμμα θέσης, στοχοθεσία και αξιολόγηση), οι παθογένειες στη σχέση με το πολιτικό προσωπικό (πολιτικοποίηση διοίκησης, πελατειακές σχέσεις, προσοδοθηρία) η έλλειψη μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού των δημοσίων πολιτικών, αλλά και τα ελλιπή μέσα συντονισμού της διοίκησης και παρακολούθησης της εφαρμογής και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων.
Στην περίοδο των τριών μνημονίων (2010-2018) συντελέστηκε ένα ευρύτατο πρόγραμμα διοικητικών αλλαγών από διαδοχικές κυβερνήσεις στις οποίες συμμετείχαν τα τρία κόμματα τα οποία είναι και ακόμη και σήμερα στην κορυφή των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος στις εκλογές (της 21/5 και όπως διαφαίνεται της 25/6).
Η μεγάλη περικοπή της δημοσιονομικής δαπάνης για το δημόσιο τομέα μέσω του ελέγχου του λόγου προσλήψεων/αποχωρήσεων, των μισθολογικών περικοπών, του δραστικού περιορισμού των συμβασιούχων και των περιορισμών στις υπερβάσεις των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού.
Ακόμη, η σύσταση της ΑΑΔΕ ως ανεξάρτητης αρχής και τα νέα σώματα και τα τεχνικά μέσα για τους φορολογικούς ελέγχους απέδωσαν φορολογικά έσοδα, ενώ το Υπερ-Ταμείο ήταν μία λύση για την καλύτερη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Η Έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική δημόσια διοίκηση (2012) τεκμηρίωσε πολλά προβλήματα και διατύπωσε συστάσεις σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία. Παρά τις αλλαγές που μεσολάβησαν, σήμερα δεν παρατηρείται παρόμοια αντίληψη του επείγοντος χαρακτήρα από τα κόμματα που νομοθέτησαν τους επιβεβλημένους στόχους.
Από την επισκόπηση των εκλογικών προγραμμάτων των τριών κομμάτων συνάγεται η απουσία ενός συνεκτικού σχεδίου και η αποσύνδεση από την προηγούμενη φάση της διοικητικής μεταρρύθμισης. Η απερχόμενη πλειοψηφία (ΝΔ, “Πρόγραμμα Διακυβέρνησης 2023-2027”) προτείνει την ενίσχυση των πειθαρχικών διαδικασιών στο δημόσιο, νέο τρόπο προσλήψεων μέσω ΑΣΕΠ, την ανάπτυξη δεξιοτήτων και νέα κριτήρια επιλογής για τις θέσεις ευθύνης.
Σημειώνεται ότι η απερχόμενη κυβέρνηση παραδίδει ένα σύστημα αξιολόγησης του δημοσίου τομέα τα αποτελέσματα του οποίου θα μάθουμε στο τέλος 2023, ενώ ορισμένες από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της είχαν προβληματική στοχοθεσία.
Για παράδειγμα, ο Ν. 5013/2023 για την “Πολυ-επίπεδη Διακυβέρνηση” ο οποίος εξαφάνισε την ΕΕ ως ένα αναπόσπαστο επίπεδο της σύγχρονης διακυβέρνησης και ο Ν. 5027/2023 για την “καινοτομία στο δημόσιο”, ο οποίος δεν ορίζει καν τι συνιστά καινοτομία και πώς αυτή ενσωματώνεται σε διαφορετικές δημόσιες υπηρεσίες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στο πρόγραμμά του (“Δημόσια Διοίκηση στην υπηρεσία του πολίτη: Για ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης”) προτείνει την κατάργηση του επιτελικού κράτους, την υποβάθμιση της προεδρίας της κυβέρνησης, τον έλεγχο των απευθείας αναθέσεων και την ενίσχυση της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Δεν υπάρχει σύνδεση με το νομοθετικό έργο της περιόδου 2015-2019, ούτε αναφορές σε τομείς αιχμής για τη διοικητική μεταρρύθμιση.
Το ΠΑΣΟΚ (“προγραμματικές προτεραιότητες”) προτείνει την αναβάθμιση της Διαύγειας, του ΑΣΕΠ, τη διαφάνεια των συμβάσεων και μία νέα φάση του “ψηφιακού δημόσιου τομέα”.
Είναι ευτυχής εξέλιξη ότι έχουμε υπερβεί τους περιορισμούς της “εξαρτημένης διαδρομής” (‘path dependency’) και των ιδεολογικών αγκυλώσεων σε σχέση με την αξιολόγηση στο δημόσιο, τον έλεγχο των δαπανών, την ενίσχυση της αποδοτικότητας των υπηρεσιών και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Αλλά αποτελεί πλάνη η παραδοχή ότι η προσπάθεια έχει ολοκληρωθεί.
Η ραγδαία εξέλιξη στην παροχή ψηφιακών υπηρεσιών (με αποφασιστικό καταλύτη την πανδημία) δεν εξαφάνισε όλα τα προβλήματα, ούτε πρέπει να συσκοτίζει τις προκλήσεις που εξακολουθούμε να έχουμε μπροστά μας. Τα διοικητικά στελέχη εξακολουθούν να έχουν μειωμένο ρόλο στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των δημοσίων πολιτικών και να αξιοποιείται η εμπειρία τους, καθώς το πολιτικό προσωπικό, οι συνεργάτες του και οι εταιρείες συμβουλευτικής εξακολουθούν να διαδραματίζουν τον κυρίαρχο ρόλο.
Πολύ συχνά σχεδιάζονται νομοθετικές πρωτοβουλίες ερήμην της διοικητικής πραγματικότητας οδηγώντας σε ισχνά αποτελέσματα. Τα περιγράμματα θέσης δεν έχουν συνδεθεί με ποσοτικοποιημένους στόχους και διοικητικά μετρήσιμα αποτελέσματα, ενώ τα μισθολογικά κίνητρα παραμένουν αναιμικά.
Δεν υφίσταται μία προγραμματική συμφωνία με τα ΑΕΙ που παρέχουν συναφείς μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών και στα οποία σπεύδουν τα διοικητικά στελέχη για ένα σαφές πλαίσιο ενίσχυσης των δεξιοτήτων.
Ακόμη, η εμπειρία του καλύτερου συντονισμού του κυβερνητικού έργου και της διοίκησης (ΓΓ Συντονισμού από το 2013, επιτελικό κράτος από το 2019) πρέπει να αξιολογηθεί για να εκτιμηθούν οι νέοι στόχοι για την αναβάθμιση της κυβερνητικής λειτουργίας.
Μάλλον παρερμηνεύτηκε ο στόχος ως μία ανάγκη συγκέντρωσης εξουσιών στο “Μαξίμου”, αλλά εξακολουθούν να απουσιάζουν αποδοτικά εργαλεία για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των δημοσίων πολιτικών ανά υπουργείο, γιατί αποδίδεται μονόπλευρη έμφαση στον προγραμματισμό του κυβερνητικού έργου.
Μήπως άραγε χρησιμοποιήθηκε η μεθοδολογία του επιτελικού κράτους για την καλύτερη άσκηση του προνομίου του πρωθυπουργού να παύσει και να διορίσει μέλη του υπουργικού συμβουλίου; Σε κάποιες περιπτώσεις ναι, σε άλλες περιπτώσεις ήταν πράγματι ακατανόητη η έλλειψη πληροφόρησης για την ανεπάρκεια κυβερνητικών στελεχών.
Αυτή είναι, όμως, μία βασική επιταγή για την άσκηση αποτελεσματικής κυβερνητικής ηγεσίας, και φαίνεται ότι το πάθημα δεν έγινε μάθημα για τις κυβερνήσεις 2015-2019 και 2019-2023. Η δημόσια διοίκηση πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ζήτημα προτεραιότητας από την επόμενη κυβέρνηση, χωρίς τις αυταπάτες ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός στην παροχή χρήσιμων υπηρεσιών έχει επιλύσει τα πολλαπλά και διαχρονικά προβλήματα.
* Ο Μάνος Παπάζογλου είναι αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.