Οι υπουργοί δεν είναι τηλεοπτικοί σχολιαστές
Φωτογραφία αρχείου
Φωτογραφία αρχείου

Οι υπουργοί δεν είναι τηλεοπτικοί σχολιαστές

Η πολιτική εκπίπτει καθώς ο πολιτικός «διάλογος», χρόνια τώρα, διεξάγεται στα τηλεπαράθυρα, κυρίως των «πρωϊνάδικων» και δευτερευόντως στα ενημερωτικά ραδιόφωνα. Ένας διάλογος αβαθής, συνθηματολογικός, εριστικός, που βολεύει όλο το πολιτικό σύστημα, αλλά έχει επίπτωση στην ποιότητα της πολιτικής ζωής. Ακόμη χειρότερα μεταφέρει το κλίμα των τηλεπαραθύρων στη Βουλή, όπου οι αγορεύοντες προσπαθούν να εκφωνήσουν κάποια εντυπωσιακή ατάκα, προκειμένου να «παίξει» στα δελτία ειδήσεων, και να δώσει τίτλους στα ραδιόφωνα, τις εφημερίδες και τα σάιτ.

Πρόκειται για παθογένεια της δημόσιας ζωής που βολεύει όλους. Κατ΄ αρχάς βολεύει τα κανάλια, επειδή γεμίζουν ατέλειωτες ώρες προγράμματος μηνιαίως με φτηνό τηλεοπτικό χρόνο, καθιστώντας τους πολιτικούς άμισθους συνεργάτες τους. Και όσο πιο φασαριόζοι είναι αυτοί, όσο πιο οξείς και επιθετικοί, τόσο ανεβαίνουν τα νούμερα της τηλεθέασης.

Ακόμη και οι δημοσιογράφοι που καλούνται να συμμετάσχουν ως πανελίστες, συνήθως - όχι πάντα -αντιπροσωπεύουν κόμματα. Δεν ελέγχουν, δεν ανακρίνουν τους πολιτικούς. Συχνά εκφράζονται οι ίδιοι ως εκπρόσωποι των κομμάτων. Ωστόσο - και δεν το λέμε καθόλου από συντεχνιακή λογική – τα κανάλια είναι τα πλέον «αθώα» της υπόθεσης. Εμπορικές επιχειρήσεις είναι, αφού βρίσκουν τσάμπα «συνεργάτες» στο πρόσωπο των πολιτικών (όλων των κομμάτων και δη των δύο μεγάλων), τη δουλειά τους κάνουν. Υπεύθυνοι είναι οι πολιτικοί. Τσακώνονται στα παράθυρα άρα «δικαιολογούν» την ύπαρξή τους, αποκτώντας πρόσθετη αναγνωρισιμότητα, αποδοχή και επιδοκιμασία, στα ακροατήριά τους.

Περισσότερο από όλους βολεύονται βεβαίως οι υπουργοί - όλων των κυβερνήσεων απαρχής ιδιωτικής τηλεόρασης. Προβαίνουν σε εξαγγελίες, δίνουν ειδήσεις για μελλοντικές δράσεις των υπουργείων τους. Και όλα τα ανακοινώνουν αβρόχοις ποσίν, καθώς εκ των πραγμάτων ένας οικοδεσπότης εκπομπής, όσο καλός επαγγελματίας και να είναι, είναι ανθρωπίνως αδύνατο να γνωρίζει σε βάθος τα θέματα εκάστου υπουργείου (π.χ. δεν μπορεί να γνωρίζει το ίδιο ενδελεχώς τα θέματα Παιδείας, Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Ενέργειας, Εξωτερικής Πολιτικής, κλπ).

Παλιότερα οι υπουργοί ανακοίνωναν μέτρα ενώπιον των διαπιστευμένων δημοσιογράφων στο υπουργείο τους, οι οποίοι δημοσιογράφοι συνήθως είχαν δεκαετίες ενασχόλησης με τον συγκεκριμένο Τομέα. Έβλεπαν τους υπουργούς να έρχονται και να φεύγουν, αυτοί εκεί, γνώριζαν το αντικείμενο του υπουργείου καλύτερα από τους υπουργούς. Και οι υπουργοί κακοπερνούσαν σε αυτές τις συνεντεύξεις από ανθρώπους που ήξεραν να κρίνουν, να αποτιμήσουν και να επιτιμήσουν.

Ακόμη χειρότερα, όταν δεν έχουν να πουν κάτι για το υπουργείο τους, αφήνονται να παρασυρθούν ως σχολιαστές στον αφρό της επικαιρότητας με θέματα αλλότρια του αντικειμένου τους. Πόσες φορές π.χ. ακούσαμε αυτά τα χρόνια, πότε θα βγούμε από τα μνημόνια, ή κατά τη διάρκεια της πανδημίας πότε θα ανοίξει η χώρα; Και στις δυο παραδειγματικές περιπτώσεις από υπουργούς που όντας αναρμόδιοι δεν τους έπεφτε λόγος. Και οι προσωπικές τους εκτιμήσεις εκλαμβάνονταν ως ειδήσεις – και δεν ήταν καν γνώστες πληροφοριών από τα «εκάστοτε» Μαξίμου ή από τους αρμόδιους υπουργούς.

Σε αυτό το λάθος υπέπεσε και ο υπουργός Παιδείας Άγγελος Συρίγος. Είναι αξιόλογος πανεπιστημιακός καθηγητής με αντικείμενο το Διεθνές Δίκαιο και την Εξωτερική Πολιτική. Αλλά είναι μέλος του υπουργικού συμβουλίου, οπότε η γνώμη του γίνεται πρόσβαρη υπό αυτή του την ιδιότητα. Όταν αναφέρεται στα ελληνοτουρκικά και το κατά πόσο είναι υπέρ του εθνικού συμφέροντος η προμήθεια των F-16 από την Τουρκία, δεν μιλάει ο καθηγητής αλλά το μέλος της κυβέρνησης. Και δεν εκλαμβάνεται ως προσωπική του άποψη αλλά ως κεκαλυμμένη αλλαγή στάσης της κυβέρνησης, που δειλά, στάγδην, τη διαχέει μέσω Συρίγου στην κοινή γνώμη.

Μπορεί να μην είναι έτσι, και δεν έχουμε ενδείξεις ότι είναι έτσι. Δίνει όμως το δικαίωμα προς όποιον κακόπιστο να το ισχυριστεί. Και αυτό θα ήταν ήσσον, στο μέτρο που κάποιο θέμα αφορά το εσωτερικό της χώρας, και με αυτό θα ασχοληθεί καταγγελτικά η αντιπολίτευση. Όμως εξ αντικειμένου, θέματα εξωτερικής πολιτικής φτάνουν στο εξωτερικό, και με διάσταση που ενδεχομένως αποδυναμώνει τις προσπάθειες φιλελληνικών κέντρων ισχύος που πασχίζουν για το αντίθετο - όπως π.χ. το ελληνοαμερικανικό λόμπι (που αν δεν ήταν υφυπουργός ουδόλως θα είχε ασχοληθεί. Ένας καθηγητής λέει την άποψή του).

Ακόμη και αν η χώρα έχει αλλάξει άποψη, θα έπρεπε συγκροτημένα, μεθοδικά, μέσα από συγκεκριμένα κανάλια, να ενημερώσει τους αρμούς της εξωτερικής πολιτικής. Εξ αυτού έχει δίκιο να νιώθει ότι κατελήφθη εξ απήνης ο επικεφαλής της Hellenic Leaders (HALC) Έντι Ζεμενίδης που δήλωσε (OPEN): «Να έρθει να μας εξηγήσει για ποιανού λογαριασμό έδωσε τέτοια άποψη. Ξέρω ότι δεν εκφράζει την άποψη του Πρωθυπουργού, ούτε του κ. Δένδια. Με τη λογική του γιατί να μην δώσουμε και τα F-35;».

Γι’ αυτό κύριοι υπουργοί, κρείττον του λαλείν το σιγάν…