Στις 10 Απριλίου 1976 η αμερικανική δήλωση στήριξης στην Ελλάδα με τη μορφή επιστολής του Henry Kissinger προς τον Δημήτρη Μπίτσιο ανέφερε ότι «αι Ηνωμέναι Πολιτεία θα αντετάσσοντο ενεργώς και ανεπιφυλάκτως εις την αναζήτησιν υπό εκατέρας πλευράς στρατιωτικής επιλύσεως των διενέξεων και θα καταβάλλουν μείζονα προσπάθειαν διά να παρεμποδίσουν μίαν τοιαύτην εξέλιξιν των πραγμάτων».
Η Ελλάδα έχει από τότε διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα. Είναι μια άλλη χώρα. Σήμερα, εταίροι και σύμμαχοι αναγνωρίζουν ως συνομιλητή έναν αξιόπιστο και σταθερό εταίρο, μια ευρωπαϊκή δημοκρατία σε μια «δύσκολη» γειτονιά ζωτικών στρατηγικών συμφερόντων και διακυβευμάτων.
Η τροποποίηση και ανανέωση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με τις ΗΠΑ σε μια περίοδο αναπροσαρμογών και επαναπροσανατολισμού των προτεραιοτήτων και του ενδιαφέροντος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και η επέκτασή της σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, λίγες μέρες αφότου επικυρώθηκε από τη Βουλή η Συμφωνία Εγκαθίδρυσης Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης με τη Γαλλία, υποδεικνύουν ένα πλαίσιο στο οποίο ο ιστορικός του μέλλοντος θα σταθεί αναλύοντας την ενίσχυση της ασφάλειας και της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας.
Και θα γράψει την ιστορία ενός συνεκτικού πλαισίου ανάπτυξης αμυντικών συμφωνιών που οικοδομεί συστηματικά τα τελευταία δύο χρόνια η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, διαμορφώνοντας ένα ευρύτερο πλαίσιο ασφάλειας για τη χώρα που εκπέμπει μηνύματα σταθερότητας και στιβαρότητας.
Πολύ περισσότερο, διαμορφώνει έναν χώρο ασφαλείας, μια ασπίδα προστασίας με βάση και πυξίδα το ευρωπαϊκό και το νατοϊκό πλαίσιο, αλλά και με διμερείς συμμαχίες που υπερβαίνουν τις συμμαχικές υποχρεώσεις, προσδίδοντας στη χώρα προστιθέμενη ισχύ.
Πέρα από το προφανές – που όμως, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο στις διεθνείς σχέσεις - ότι οι εταίροι μας αναγνωρίζουν τον ρόλο της Ελλάδας ως πυλώνα σταθερότητας, ασφάλειας και ειρήνης στην περιοχή, ανεβάζοντας την γεωπολιτική αξία της χώρας, οι συμφωνίες αυτές αποτελούν επένδυση στην ασφάλεια και στο μέλλον με κριτήρια πολιτικού ρεαλισμού.
Το ίδιο ισχύει και από την πλευρά της κυβέρνησης. Η περαιτέρω θωράκιση της χώρας επιβάλλεται από τη συγκυρία. Δεν υποτάσσεται, όμως, σε αυτήν. Ούτε στην ψυχολογία της στιγμής και σε μίζερους μικροκομματικούς υπολογισμούς. Επιτάσσεται από το εθνικό συμφέρον, το ισοζύγιο ισχύος, τις γεωπολιτικές πραγματικότητες.
Η κυβέρνηση κάνει το αυτονόητο και το επιβεβλημένο. Δεν φοβάται να θωρακίσει τη χώρα και να εκπέμψει αυτοπεποίθηση, απαλλαγμένη από φοβικά σύνδρομα.
Η δέσμευση ασφαλείας εταίρων έναντι της Ελλάδας, προϊόν συστηματικής και μεθοδικής δουλειάς με εταίρους, συμμάχους και νέα περιφερειακά σχήματα και σχέσεις συνεργασίας, είναι πρωτίστως δέσμευση στη σοβαρότητα, την αξιοπιστία που διαβλέπουν στη χώρα. Είναι μια επένδυση με πραγματισμό. Στις διεθνείς σχέσεις τίποτα δεν χαρίζεται. Και όσο μεγαλύτερες είναι οι αυταπάτες, τόσο περισσότερο διαλύονται με πάταγο.
Διαμορφώνοντας ένα νέο υπόδειγμα, η κυβέρνηση θωρακίζει τη χώρα, αυξάνει την αποτρεπτική ισχύ της και ενισχύει τις αμυντικές δομές της, συνδέοντάς τες με τις ευρύτερες επιλογές συμμάχων. Με απλά λόγια συνδιαμορφώνει και ανατροφοδοτεί μια κοινότητα συμφερόντων χωρίς να έχει αυταπάτες.
Περνά την Ελλάδα από την εποχή της στρατηγικής καχεξίας και τα φαντάσματα του παρελθόντος στην εποχή της στρατηγικής ωρίμανσης και τα διακυβεύματα του μέλλοντος σε μια περίοδο μετατοπίσεων, αλλά πάντα από μια γωνιά που υπαγορεύτηκε από τη γεωγραφία.
Οτιδήποτε άλλο είναι νόμισμα χωρίς αντίκρισμα σε έναν κόσμο που παραμένει σκληρός, παρότι υπάρχουν δυνάμεις που αγκυλώνονται στις ψευδαισθήσεις τους, σαν βαμπίρ που συνεχίζουν να ταΐζονται στη σκιά μιας άλλης εποχής.
*Η Αριστοτελία Πελώνη είναι Αναπληρώτρια Κυβερνητική Εκπρόσωπος