Οι πατρίδες υπάρχουν αλώβητες
Μουντιάλ Κατάρ

Οι πατρίδες υπάρχουν αλώβητες

Σκόρπιες σκέψεις ενός απλού θεατή του Μουντιάλ, και εν πολλοίς άσχετου με το ποδόσφαιρο.

Τα αστέρια εξακολουθούν να λάμπουν, έστω και αν δεν είναι όπως παλιά, τότε που τα συστήματα δεν είχαν αφαιμάξει την φαντασία, και το ξέφρενο ταλέντο άφηνε τους μπαλαδόρους να τελέσουν μαγικές χορογραφίες στο χορτάρι. Αν κάτι διαπιστώνουμε σε αυτό το μουντιάλ είναι πως πλέον δεν υπάρχουν ιδιαίτερες εθνικές ποδοσφαιρικές σχολές.

Στην ομάδα του Καμερούν, από τους 22 ποδοσφαιριστές μόνο δύο είχαν κληθεί από το εθνικό τους πρωτάθλημα και οι υπόλοιποι είναι διασκορπισμένοι στην Ευρώπη ή τις Αραβικές χώρες. Η Μπαρτσελόνα έχει τους περισσότερους ποδοσφαιριστές στο Μουντιάλ, συγκεντρωμένους από διάφορες εθνικές ομάδες. Και η Βραζιλία μάζεψε τους ποδοσφαιριστές της που αλωνίζουν στα γήπεδα των ευρωπαϊκών μεγαθηρίων. Έτσι δεν περιμένεις την εκδήλωση κάποιων ιδιαίτερων εθνικών ποδοσφαιρικών χαρακτηριστικών στην παγκόσμια γιορτή του ποδοσφαίρου.

Εξ ου και υπάρχει ομογενοποίηση, που έχει στείλει στη λήθη τις παλιές μαγικές χορογραφίες στο χορτάρι. Ωστόσο, δεν είναι η αμιγώς ποδοσφαιρική πτυχή που μας απασχολεί, αλλά τα παρελκόμενα: Η ατμόσφαιρα, η μέθεξη, το πάθος, η διονυσιακή χαρά, τα δάκρυα και η άφατη λύπη, οι σημαίες, τα εθνικά χρώματα.

Είδαμε στο γήπεδο αστέρια λαμπερά, στων οποίων τα χρυσοφόρα πόδια θύεται «ένα βουνό από χρυσάφι» (κατά την έκφραση του Μαραντόνα), ανθρώπους με εκατομμύρια θαυμαστές σε όλο τον πλανήτη, που κάθε εμφάνισή τους γίνεται viral, που κάθε δήλωσή τους - ασχέτως αν δεν έχει βάρος - γίνεται παγκόσμια είδηση, που οδηγούν «υπερηχητικά» αυτοκίνητα, που διαθέτουν κότερα, και κάποιοι ιδιωτικά τζετ, σε κάθε γκολ να δείχνουν στη φανέλα τους τη σημαία της χώρας τους. Είδαμε αυτούς τους σκληρούς παγκοσμιοποιημένους μονομάχους να κλαίνε για τον αποκλεισμό της εθνικής τους όπως δεν έχουν κλάψει για τον αποκλεισμό της επαγγελματικής τους ομάδας, η οποία τους έχει προσφέρει την ονειρεμένη ζωή.

Και είδαμε το μωσαϊκό των φιλάθλων σε ένα πολύχρωμο πανηγύρι, ένα τεράστιο φολκλόρ. Βαμμένοι με τα χρώματα της εθνικής τους σημαίας, κάποιοι με το κεφάλι στολισμένο έτσι που να παραπέμπει στην ιστορία τους, τις παραδόσεις τους, τους εθνικούς τους μύθους (σαν να ήταν πχ η Ελλάδα εκεί και κάποιοι φίλαθλοι να ήταν εκεί με περικεφαλαίες και χλαμύδες). Να δείχνουν απόλυτα ευτυχισμένοι με τις νίκες, απαρηγόρητα δυστυχείς με τις ήττες των ομάδων τους. Και πίσω στις πατρίδες τους εκατομμύρια άνθρωποι να συμμετέχουν, να νιώθουν τα ίδια συναισθήματα, να ουρλιάζουν από χαρά για τη νίκη ή να κλαίνε συντετριμμένοι για την ήττα.

Και είναι φίλαθλοι κάθε κοινωνικής κατηγορίας και κάθε κατηγορίας κράτους. Πλούσιοι ή φτωχοί εντός του κράτους τους, φίλαθλοι πλουσίων και ελεύθερων κρατών και φίλαθλοι φτωχών και ανελεύθερων κρατών.

Για τους «εκλεπτυσμένους» διανοούμενους της Δύσης, όπως και για τους μοδάτους ισοπεδωτικούς διεθνιστές, όλα αυτά είναι εθνικιστικές εκδηλώσεις παρωχημένων εποχών και παρωχημένων μυαλών. Εκδηλώσεις της χύδην μάζας που δεν κατανοεί ότι τα έθνη είναι μια… κατασκευή. Με τέτοιες θεωρήσεις αγνοούν βέβαια και ισοπεδώνουν την πολιτισμική παράδοση των λαών. Τις διαφορές π.χ. των φιλάθλων του Καμερούν με το πηγαίο χορευτικό αυθορμητισμό, με εκείνη των συγκρατημένων Ευρωπαίων.

Υπάρχουν και οι αριστεροί ριζοσπάστες που απαξιούν γιατί το ποδόσφαιρο είναι λέει εργαλείο χειραγώγησης των λαών. Ιδεοληψία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όχι, ότι δεν προσπαθούν οι εξουσιαστές να το εκμεταλλευτούν, αλλά ουδέποτε το κατόρθωσαν. Η εποποιία του ΠΑΟ επί Χούντας ουδόλως άλλαξε τα αισθήματα των Ελλήνων γι’ αυτή. Όταν στο Μουντιάλ του 2010 η Βόρεια Κορέα ξεφτιλίστηκε χάνοντας με 7-0 από την Πορτογαλία και 3-0 από την Ακτή Ελεφαντοστού, ο Κιμ διέγραψε τον ομοσπονδιακό προπονητή από το κομμουνιστικό κόμμα, με αποτέλεσμα αυτός να αλλάξει επάγγελμα και να γίνει εργάτης. Όμως το καθεστώς του Κιμ ουδόλως αποσταθεροποιήθηκε από τις ήττες.

Το ίδιο και στο Κατάρ. Οι ποδοσφαιριστές του Ιράν δεν τραγούδησαν το εθνικό τους ύμνο, οι αγιατολάδες τους απείλησαν με διακινδύνευση των οικογενειών τους, αλλά δεν ήταν το ποδόσφαιρο που ανάγκασε το καθεστώς να καταργήσει την Αστυνομία Ηθών και να αφήσει ανοιχτή την κατάργηση της υποχρεωτικότητας για την μαντίλα. Ήταν οι ανυποχώρητες διαδηλώσεις και οι εκατοντάδες των νεκρών (άνω των 400) που τα έφεραν.

Εν κατακλείδι οι εθνικές ομάδες μπορεί να μην έχουν πλέον σχολές ποδοσφαίρου με εθνικά χαρακτηριστικά, αλλά η αγάπη των ποδοσφαιριστών και των φιλάθλων για την πατρίδα τους, για το κράτος τους, για το έθνος τους, δεν έχει ξεπεραστεί μέσα στην ομογενοποιητική χοάνη της παγκοσμιοποίησης.