Και μόνο η γλώσσα του σώματος, τα είπε όλα. Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν χωρίς μεγάλη διάθεση για πολλές «επικοινωνιακές» κινήσεις μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες προσπάθησαν να κρύψουν την αμηχανία που πάντα υπάρχει στις συναντήσεις των ηγετών Ελλάδας Τουρκίας.
Για το Μέγαρο Μαξίμου η πρώτη συνάντηση μετά από 18 μήνες, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, πήγε όσο καλύτερα μπορούσε να πάει. Κανείς άλλωστε δεν περίμενε μεγάλες ειδήσεις, μια και οι σημαντικές διαφορές που χωρίζουν Αθήνα και Άγκυρα είναι πέρα για πέρα υπαρκτές.
Παρόλαυτα, ο κ. Μητσοτάκης έκανε πράξη για μία ακόμα φορά την πάγια θέση του, ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη γειτονική χώρα θα πρέπει να μείνουν ανοιχτοί. Η Ελλάδα είναι πάντοτε υπέρμαχος του εποικοδομητικού διαλόγου, πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και με πλήρη σεβασμό στις διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει κάθε χώρα, κάτι που αποτυπώθηκε και στην πράξη, κατά την σχεδόν μιας ώρας συνάντηση στις Βρυξέλλες.
Στην συνάντηση επιβεβαιώθηκε αυτό που ήδη γνωρίζαμε: Διαφορετικές θέσεις με την Τουρκία υπήρχαν και υπάρχουν. Σε πολλά ζητήματα οι θέσεις Αθήνας και Άγκυρας είναι διαμετρικά αντίθετες. Συμπέρασμα, το οποίο δεν άλλαξε ούτε μετά το τετ α τετ, κάτι που κάνει ακόμα πιο αναγκαία την τακτική που ήδη ακολουθεί το Μέγαρο Μαξίμου, την συνέχιση δηλαδή του διαλόγου ακόμα και όταν καταγράφονται έντονες διαφωνίες.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός μπήκε στο τετ α τετ με τον Τούρκο Πρόεδρο, έχοντας μία ξεκάθαρη στόχευση: Η αποκλιμάκωση έργων και λόγων είναι το διαρκές ζητούμενο στις σχέσεις με τη γειτονική χώρα, προκειμένου να καταστεί εφικτή μία σταδιακή βελτίωση των σχέσεων.
«Η Ελλάδα προσβλέπει σε ένα ήρεμο καλοκαίρι, η ένταση δεν είναι προς το συμφέρον κανενός» έχει τονίσει επανειλημμένα ο κ. Μητσοτάκης σε στενούς του συνεργάτες, θέση που αποτέλεσε έναν από τους άξονες της τοποθέτησης του ενώπιον του κ. Ερντογάν.
Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι οι ελληνικές θέσεις δε διατυπώθηκαν και μάλιστα με ένταση, όπως για παράδειγμα για το μεταναστευτικό-προσφυγικό. «Σταθερή θέση μας είναι πως μπορούμε να συνεργαστούμε με την Τουρκία στο συγκεκριμένο θέμα, αρκεί να αποφεύγονται οι προκλήσεις, όπως αυτές, που βιώσαμε τον Μάρτιο του 2020» τόνισαν κυβερνητικές πηγές αμέσως μετά την συνάντηση στη βελγική πρωτεύουσα.
Ενδιαφέρον πάντως έχει μία λεπτομέρεια που πιθανόν και έχει και ουσιαστική σημασία τουλάχιστον ως προς αντιμετωπίζει την κατάσταση ο τούρκος Πρόεδρος. Λίγα λεπτά πριν αρχίσει η συνάντηση ο κ. Ερντογάν, παρά τα όσα είχαν συμφωνηθεί, ζήτησε από τον πιο στενό του συνεργάτη Ιμπραήμ Καλίν να αναλάβει χρέη μεταφραστή. Μία κίνηση που προκάλεσε την άμεση αντίδραση του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος ζήτησε από τη διπλωματική του σύμβουλο Ελένη Σουρανή να παραμείνει στην αίθουσα.
Είναι προφανές ότι ο κ. Ερντογάν ένιωσε την ανάγκη να έχει στο πλάι του, τον πιο στενό του συνεργάτη, παρότι δεν είχε αισθανθεί την ανάγκη να ειδοποιήσει κανέναν.